Σπουδαία ψυχολογικά πειράματα του 20ου αιώνα!
1.Elizabeth Loftus : Το πείραμα των ψευδών αναμνήσεων.
Έχοντας διδακτορικό από το Πανεπιστήμιο του Stanford, η Loftus θεωρείται μια από τις πιο καινοτόμες γυναίκες στο χώρο της Κλινικής Ψυχολογίας. Έχει ειδικευτεί σε θέματα μνήμης και στόχος των πειραμάτων της ήταν να αποδείξει όχι μόνο πως οι αναμνήσεις μας μπορούν να διαστρεβλωθούν με μεγάλη ευκολία αλλά και την πιθανότητα εμφύτευσης μιας εντελώς αναληθούς ανάμνησης σε ένα άτομο. Για να αποδείξει το πρώτο έδειξε στους συμμετέχοντες ενός εκ των πειραμάτων της διάφορα βίντεο με προσομοιώσεις εγκλημάτων ή ατυχημάτων και στη συνέχεια τους έκανε ερωτήσεις σχετικά με το τι θυμούνταν. Οι ερωτήσεις όμως ήταν κάθε φορά διαμορφωμένες με διαφορετικό τρόπο ώστε να παραπλανούν τους ερωτηθέντες. Συγκεκριμένα, σχετικά με ένα ατύχημα που είδαν σε βίντεο, όταν τους ρώτησε τι ταχύτητα είχαν τα αυτοκίνητα, οι περισσότεροι απάντησαν περισσότερα χιλιόμετρα όταν η λέξη που χρησιμοποιήθηκε στην ερώτηση ήταν το “smashed” , ενώ όταν η λέξη που είχε η ερώτηση ήταν το “hit” συνέβη το αντίθετο.
Στη συνέχεια για να αποδείξει την πιθανότητα εμφύτευσης σε κάποιον μιας εντελώς αναληθούς ανάμνησης η Loftus διεξήγαγε το εξής πείραμα : Προσέλαβε 24 άτομα και για κάθε υποκείμενο του πειράματος έγραψε ένα κείμενο που περιείχε 3 ιστορίες με πραγματικές παιδικές αναμνήσεις που είχε αφηγηθεί ένα μέλος της οικογένειάς του καθώς και μια ψεύτικη περιγραφή ενός παιδιού που είχε χαθεί σε εμπορικό κέντρο. Από τους συμμετέχοντες στο πείραμα ζητήθηκε να διαβάσουν το κείμενο και να περιγράψουν τις παραπάνω εμπειρίες τους σύμφωνα με ότι θυμούνται. Τους δόθηκε μάλιστα η οδηγία να γράψουν «Δεν θυμάμαι» σε περίπτωση που δεν θυμούνται. Κι όμως παρόλο που δεν χάθηκαν ποτέ σε εμπορικό κέντρο τα υποκείμενα ανέπτυσσαν με υπερβολικές λεπτομέρειες το τι τους είχε συμβεί και πως ένιωθαν. Κατά την Loftus ο νους μας απεχθάνεται τα κενά σημεία γι’ αυτό έχουμε την τάση να τα συμπληρώνουμε. Μια πολύ λεπτή διαχωριστική γραμμή χωρίζει την πραγματικότητα από την φαντασία.
Ο βασικός λόγος που η Loftus έχει κατακριθεί είναι γιατί όλα αυτά που ισχυρίζεται έρχονται σε αντίθεση με όλες τις μέχρι σήμερα θεωρίες για τη μνήμη, ενώ τόσο τα δείγματα όσο και τα ποσοστά που προκύπτουν από τα πειράματα της είναι μικρά και άρα όχι αντιπροσωπευτικά. Επιπλέον, η συγκεκριμένη συνηθίζει να παρίσταται στα δικαστήρια και ως συνήγορος υπεράσπισης κατηγορουμένων προκειμένου να υποστηρίξει ότι οι μαρτυρίες των θυμάτων, ακριβώς επειδή αυτά βρίσκονταν σε έντονο στρες , δεν είναι κατάλληλες προκειμένου να στηρίξουν την ενοχή των κατηγορουμένων. Το ότι ξαφνικά μια κοπέλα ισχυρίζεται ότι ο πατέρας της την βίαζε, ενώ τόσο καιρό η μνήμη της το είχε απωθήσει είναι για την Loftus αδιανόητο. Δεν είναι δυνατόν κάποιος να μπορέσει να ξεχάσει μια τόσο τραυματική εμπειρία.
Για πιο αναλυτικές πληροφορίες αξίζει να δείτε το βίντεο με την ομιλία της ίδιας στο TedX, όπου αναφέρεται και σε περισσότερες δικαστικές υποθέσεις.
2. Το πείραμα του Rosenhan : Εχέφρονες σε μέρη για παράφρονες.
Απόφοιτος Νομικής, με διδακτορικό στην Ψυχολογία από το Πανεπιστήμιο της Columbia , o David Rosenhan στις αρχές της δεκαετίας του 70, αποφάσισε να διαπιστώσει κατά πόσο είναι κατάλληλες οι ψυχιατρικές μέθοδοι να διαχωρίσουν τους εχέφρονες απ’ τους παράφρονες. Προσέλαβε λοιπόν 8 άτομα, τα οποία, προσποιούμενα τους ψυχικά νοσούντες, παρουσιάστηκαν σε διάφορα ιδρύματα της χώρας με σκοπό να διαπιστωθεί αν οι ψυχίατροι θα αποφαίνονταν ότι τα άτομα αυτά είναι υγιή ή αν οι αποφάσεις τους θα επισκιάζονταν από τους ισχυρισμούς των ψευδοασθενών.
Πιο συγκεκριμένα, ο Rosenhan αφού έδωσε εντολές στους συνεργάτες του να σταματήσουν να κάνουν ντους, να ξυρίζονται και να βουρτσίζουν τα δόντια τους, τους είπε πως θα πρέπει να ισχυριστούν ότι ακούνε μια φωνή που λέει «γκντουπ». Κι αυτό γιατί πουθενά στην βιβλιογραφία της Ψυχιατρικής δεν αναφέρεται παρόμοιο περιστατικό. Σε οποιαδήποτε άλλη ερώτηση τους γινόταν, οι ψευδοασθενείς θα απαντούσαν με ειλικρίνεια και δεν θα προσποιούνταν κανένα άλλο σύμπτωμα. Tους έδωσε επίσης οδηγίες σχετικά με το πώς να μην καταπίνουν τα χάπια.
Το αποτέλεσμα ήταν ότι όλοι εκτός από έναν διαγνώσθηκαν με σχιζοφρένεια και νοσηλεύτηκαν. Για τον Rosenhan αυτό αποδεικνύει πως για τους ψυχιάτρους το νόημα που αποδίδεται στα λόγια του ασθενή έχει προκαθοριστεί από την διάγνωση. Αν ήταν γνωστό ότι ο άνθρωπος ήταν φυσιολογικός, τα λόγια του θα αποκτούσαν εντελώς διαφορετικό νόημα. Αντίστοιχο πείραμά του που καταλήγει στο ίδιο συμπέρασμα, ότι δηλαδή η υποκειμενικότητα είναι έμφυτη και διάχυτη στον άνθρωπο, είναι το Harvard Test of Inflected Acquisition. Σε αυτό, ο Rosenhan μαζί με έναν συνεργάτη του, τον Jacobson, διεξήγαγαν ένα «ψεύτικο» IQ Test σε ένα σχολείο, πείθοντας τους δασκάλους πως τα αποτελέσματά του δείχνουν ποιοι μαθητές έχουν γονιδιακά την προδιάθεση να ξεχωρίσουν ακαδημαϊκά. Επέλεξαν, λοιπόν, τυχαία το 20% των μαθητών και τους παρουσίασαν στους δασκάλους ως τα παιδιά με τα υψηλότερα αποτελέσματα. Στο τέλος του χρόνου όταν τα ίδια παιδιά επανέλαβαν το τεστ, τα αποτελέσματά του έδειξαν πως πράγματι όσα παιδιά περιλαμβάνονταν σε αυτό το 20%, που οι δάσκαλοι γνώριζαν ότι «θα πάει μπροστά», όντως είχαν πετύχει σημαντική πνευματική πρόοδο.
Και από τα δύο πειράματά του συνεπώς αποδεικνύεται, πως οι υποκειμενικές προσδοκίες που δημιουργούνται έρχονται να επηρεάσουν το τελικό αποτέλεσμα ,διαμορφώνοντάς το σύμφωνα με αυτές. Ο άνθρωπος συνεχώς στην καθημερινότητά του λαμβάνει ως δεδομένους χαρακτηρισμούς και κρίνει ανάλογα με αυτούς. Αντί να τους βγάλει απ’ το μυαλό του και να σχηματίσει την δική του άποψη, ουσιαστικά έχει προκαθορισμένο το συμπέρασμα και ερμηνεύει όλα αυτά που ακούει με βάση το συγκεκριμένο συμπέρασμα. Το χειρότερο μάλιστα είναι πως αυτό συμβαίνει και σε άτομα και κλάδους που υποτίθεται έχουν μάθει να λειτουργούν με βάση την αμφισβήτηση. Απλοϊκό παράδειγμα από την καθημερινότητα: Θεωρώντας δεδομένο ότι κάποιος που έχει γράψει υψηλό βαθμό στις Πανελλήνιες είναι έξυπνος ,αυτός που δεν έχει γράψει, για τον οποιονδήποτε λόγο, θα χρειαστεί πολύ περισσότερη προσπάθεια για να πείσει για τις δυνατότητές του, που πιθανότατα είναι ίδιες με εκείνου που έγραψε άριστα. Οτιδήποτε πει εκείνος που έγραψε καλά εκλαμβάνεται αυτομάτως από τον συνομιλητή ως ορθό, ενώ ο άλλος θα αμφισβητηθεί πολύ περισσότερο. Αυτό ακριβώς αποδεικνύει μέσα από τα πειράματά του ο Rosenhan.
3.O Stanley Milgram και το πείραμα για την υπακοή στην εξουσία.
Kοινωνικός ψυχολόγος και επίκουρος καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Yale, ο Milgram χαρακτηριζόταν πάντοτε, σύμφωνα με τα λεγόμενα της συζύγου του, για την έμφυτη περιέργειά του να ερευνά τις παράλογες συμπεριφορές. Λάτρευε την δουλειά του και προσπαθούσε να την εντάξει ακόμα και στον ελεύθερo χρόνο του. Χωνόταν ανάμεσα σε κόσμο στις ουρές αναμονής προκειμένου να δει τις αντιδράσεις των ατόμων που μπήκε μπροστά τους. Στεκόταν και έδειχνε τον ουρανό λες και έβλεπε κάτι εξωπραγματικό περιμένοντας να δει πόσοι θα συγκεντρώνονταν γύρω του και θα κοιτούσαν το απόλυτο τίποτα.
Μια τέτοια προσωπικότητα λοιπόν, αποφασίζει να διεξάγει ένα πείραμα για να ανακαλύψει κατά πόσο ο άνθρωπος εφόσον δέχεται εντολές από ανωτέρους του, από άτομα με κύρος και εξουσία, μπορεί να διαπράξει εγκληματικές πράξεις. Ανεξάρτητα δηλαδή από την προσωπικότητα των εκάστοτε υποκειμένων γίνεται οι συνθήκες να καθορίσουν την συμπεριφορά τους; Μπορεί ένα φιλήσυχος άνθρωπος να γίνει δολοφόνος όταν του το ζητήσει μια αρχή; Αυτό ακριβώς ήθελε να ανακαλύψει ο Milgram.
Για τον σκοπό αυτό έφτιαξε μια ψεύτικη μηχανή ηλεκτροσόκ και μέσα από αγγελία, ώστε να έχει ετερόκλητο δείγμα, βρήκε 100 συμμετέχοντες προσφέροντάς τους αμοιβή. Τους είπε πως πρόκειται για ένα πείραμα σχετικά με τα αποτελέσματα της τιμωρίας στην διαδικασία της μάθησης. Έτσι, ο ανυποψίαστος συμμετέχων έπαιρνε τον ρόλο του δασκάλου (θεωρητικά με κλήρωση, η οποία ήταν φυσικά στημένη) και ένας ηθοποιός τον ρόλο του μαθητή. Ο τελευταίος καλείται να απαντήσει σωστά σε ορισμένα ζευγάρια λέξεων και κάθε φορά που κάνει λάθος, ο «δάσκαλος» πατά το κουμπί του ηλεκτροσόκ, η ισχύς του οποίου είναι και μεγαλύτερη κάθε φορά (στα τελευταία μάλιστα volt αναγραφόταν και προειδοποίηση για ιδιαίτερη επικινδυνότητα!). Ο ηθοποιός, που προφανώς και δεν υφίσταται αληθινό ηλεκτροσόκ, όσο αυξάνεται η ένταση, αρχίζει και χτυπάει το τζάμι που τους χωρίζει, παραπονιέται και παρακαλεί το υποκείμενο του πειράματος να σταματήσει. Ο επιστήμονας που διεξάγει το πείραμα όμως διαβεβαιώνει τον συμμετέχοντα ότι παρόλο που πρόκειται για επίπονη διαδικασία, δεν θα προκαλέσει μόνιμη βλάβη και τον παροτρύνει να συνεχίσει μέχρι ο «μαθητής» να συγκρατήσει όλα τα ζεύγη λέξεων. Το πείραμα ολοκληρώνεται είτε όταν ο συμμετέχων πατήσει για 3 διαδοχικές φορές το υψηλότερης έντασης ηλεκτροσόκ, είτε όταν παρά τις παροτρύνσεις του επιστήμονα αρνηθεί να συνεχίσει την διεξαγωγή του πειράματος.
Αποτέλεσμα : το 65% των συμμετεχόντων έφτασαν υπό τις εντολές του επιστήμονα στο τελευταίο στάδιο ηλεκτροσόκ. Το συμπέρασμα είναι πως οι άνθρωποι μπορούν να βλάψουν ή ακόμη και να σκοτώσουν τους άλλους ανεξάρτητα από το αν απειλούνται από αυτούς. Αποσυνδέεται η δολοφονία από το ένστικτο της επιβίωσης και από τον θυμό και συνδέεται με την τάση του ανθρώπου να υπακούει άκριτα σε εντολές ανωτέρων του. Για τον Milgram ένα φυσιολογικό άτομο μπορεί να γίνει ουσιαστικά δολοφόνος εφόσον βρεθεί σε περιβάλλον στο οποίο καλείται να σκοτώσει.
Τι γίνεται όμως με το υπόλοιπο 35% των υποκειμένων του πειράματος που αρνήθηκαν να συνεχίσουν; O Μilgram, ξεφεύγοντας από τα πλαίσια της Κοινωνικής Ψυχολογίας που εστιάζει μόνο στο περιβάλλον και τις συνθήκες και όχι στην προσωπικότητα του ατόμου, αποφασίζει να ερευνήσει μέσα από διάφορα τεστ την προσωπικότητα των υποκειμένων του πειράματος ώστε να ανακαλύψει τι κοινά χαρακτηριστικά είχε εκείνο το 35% και τι το διαφοροποιούσε απ’ το υπόλοιπο 65%. Τα συμπεράσματά του όμως δεν υπήρξαν ιδιαίτερα κατατοπιστικά. Συγκεκριμένα, τα υπάκουα υποκείμενα ανέφεραν πως ήταν λιγότερο δεμένα με τον πατέρα τους απ’ ότι τα ανυπάκουα, ενώ τα τελευταία υπόκειντο σε πιο βαριές τιμωρίες στα παιδικά τους χρόνια. Τέλος, τα περισσότερα πιο υπάκουα υποκείμενα είχαν υπηρετήσει ενεργά στο στρατό.
Όπως με όλα τα ψυχολογικά πειράματα, καθώς έχουν ως αντικείμενο τον άνθρωπο, οριστικές απαντήσεις και βέβαια συμπεράσματα δεν μπορούμε να συναγάγουμε. Δεν μπορούμε πχ να γυρίσουμε πίσω στον χρόνο, να αλλάξουμε την συμπεριφορά των γονιών του υποκειμένου και να δούμε αν τελικά από υπάκουο θα μετατραπεί σε ανυπάκουο. Ωστόσο αρκεί ο προβληματισμός… Εσείς πιστεύετε πως θα ανήκατε στο 65% ή στο 35%?
4. B.F Skinner : Αμφισβήτηση της ελεύθερης βούλησης του ατόμου.
Τα πειράματά του πάνω σε αρουραίους και περιστέρια έχουν επηρεάσει σε μεγάλο βαθμό τις ψυχολογικές θεωρίες σχετικά με την μάθηση και θεωρείται, μαζί με τον Ρώσο φυσιολόγο Pavlov και τον J.B Watson, εκπρόσωπος του μοντέρνου συμπεριφορισμού. Βασική του ιδέα ήταν ότι ουσιαστικά όλες μας οι επιλογές είναι αποτέλεσμα θετικής ενίσχυσης και συνεπώς δεν διαθέτουμε ελεύθερη βούληση αφού επαναλαμβάνουμε πράξεις από τις οποίες έχουμε αποκομίσει θετικό αποτέλεσμα.
Πιο αναλυτικά, σε αντίθεση με τον Pavlov, ο οποίος στα πειράματά του με σκύλους συνδύασε την παροχή τροφής με τον ήχο ενός κουδουνιού και έτσι σταδιακά όποτε ο σκύλος άκουγε τον ήχο του κουδουνιού, του έτρεχαν τα σάλια, ο Skinner θέλησε να εξαρτήσει την συμπεριφορά ενός ζώου από κάποια θετική ή αρνητική, μεταγενέστερη της συμπεριφοράς, συνέπεια. Έτσι, τοποθετώντας αρουραίους σε ένα κλουβί, μέσα στο οποίο με το πάτημα ενός μοχλού μπορούσαν να έχουν τροφή, απέδειξε πως μια τυχαία συμπεριφορά που έχει ένα επιθυμητό αποτέλεσμα θα συνεχίσει να επαναλαμβάνεται και τα ζώα θα μάθουν ότι όποτε πεινούν θα πρέπει να πατήσουν το κουμπί για να φάνε. Αντίστοιχα όταν σταματούσε να επιβραβεύει τους αρουραίους με τροφή αυτοί σταματούσαν να πατάνε τον μοχλό, ενώ όταν τους επιβράβευε σπάνια και όχι όλες τις φορές που πατούσαν πατούσαν τον μοχλό, οι αρουραίοι συνέχιζαν να τον πατούν με μανία ανεξάρτητα απ’ το αποτέλεσμα. Σας θυμίζει κάτι αυτό; Μήπως τα εθισμένα στον τζόγο άτομα;
Παρόλο που δεν πρόκειται για κάποιο ριζοσπαστικό συμπέρασμα, η θεωρία της συντελεστικής μάθησης του Skinner εφαρμόζεται συνεχώς στην καθημερινότητά μας. Η ενθάρρυνση και η υποστήριξη έχει σαφώς αποδοτικότερα αποτελέσματα στην διαδικασία της μάθησης σε σχέση με την τιμωρία. Το ότι ο ίδιος όμως, όπως περιγράφει και στο «επιστημονικής φαντασίας» μυθιστόρημά του “Walden two”, θα μπορούσε βάσει των συμπεριφοριστικών τεχνικών να δημιουργήσει μια κοινότητα καλοπροαίρετων ανθρώπινων ρομπότ εκπαιδευόμενη από ψυχολόγους είναι κάπως αμφιλεγόμενο.
Οι διαφορές των θεωριών του Pavlov και του Skinner αναλύονται συνοπτικά στο παρακάτω βίντεο:
(Όλες οι πληροφορίες του άρθρου προέρχονται από το βιβλίο “Το Κουτί της Ψυχής” της Lauren Slater.)