Οι δήθεν ανατομικές προεξοχές του καθίσματος για ακόμα μια φορά έχουν αποδειχτεί αναποτελεσματικές. Έπειτα από μερικούς επιτόπιους ελιγμούς, που θα μπορούσαν κάλλιστα να πείσουν τον απέναντι συνεπιβάτη ότι πάσχω από αιμορροΐδες, κυρτώνω τη σπονδυλική μου στήλη ώστε να στερεωθεί το κεφάλι μου ανάμεσα στο κάθισμα και στο παράθυρο και να καταφέρω υποτυπωδώς να κοιμηθώ. Επιχειρώ να χρησιμοποιήσω και το χέρι μου ως μαξιλάρι ακουμπώντας το στο ανύπαρκτο «περβάζι» του παραθύρου χωρίς την παραμικρή επιτυχία… Με κάποιον ανορθόδοξο τρόπο, ενδεδειγμένο για τους «100+1 τρόπους για να πάθετε σκολίωση», το υποσυνείδητό μου παίρνει την πρωτοβουλία των (μη) κινήσεων… (Σε σένα που κοιτάς λοξά κι απορημένα, αποκοιμιέμαι εννοώ).
Ο συρμός επιβραδύνει και ακινητοποιείται κάπως απότομα αναγκάζοντας το πόδι μου να προσκρούσει σε μια πυραυλόμορφη χνουδωτή γάμπα η οποία έχει παραβιάσει τα σύνορα της θέσης μου. Ενώ συνέρχομαι με δυσκολία από το λήθαργο, στ’ αριστερά μου, διακρίνω μέσα από το θολό οπτικό πεδίο των στεγνών φακών μου και του παραθύρου μια σκουριασμένη, ξεθωριασμένη πινακίδα όπου κάποτε αναγραφόταν σε άσπρο φόντο με πράσινη γυαλιστερή μπογιά και κεφαλαία γράμματα η λέξη «ΛΕΙΒΑΔΙΑ». Στα δεξιά μου, η φιγούρα ενός «αγαθού γίγαντα» ο οποίος παραμένει ασάλευτος (επαληθεύοντας το νόμο της αδράνειας) με το βλέμμα καρφωμένο στο εξαιρετικά ενδιαφέρον ασφαλισμένο τραπεζάκι του μπροστινού καθίσματος.
Λίγα δευτερόλεπτα μετά στέκεται δίπλα του, στο διάδρομο, μια κοπέλα με ένα πρασινωπό παντελόνι (παρόμοιας απόχρωσης με την πινακίδα του σταθμού) κι ένα χρωματιστό πουκαμισάκι με φουντωτά μανίκια. Του ζητάει με πολύ ευγενικό και μετρημένο ύφος να της παραχωρήσει τη θέση που βάσει έγγραφων στοιχείων της ανήκε (Σε σένα που και πάλι με κοιτάς λοξά κι απορημένα, το εισιτήριο εννοώ.). Εκείνος, χωρίς να προβάλει την παραμικρή αντίσταση και χωρίς καλά-καλά να προφέρει μια λέξη, συμμαζεύει τον πληθωρικό του όγκο κι απομακρύνεται. Τότε, αυτή, κάθεται με ελαφρώς κορδωμένο ανάστημα στο κάθισμα, σαν σε επίσημο γεύμα σε τραπεζαρία με όλες τις προδιαγραφές ενός αριστοκρατικού «savoir-vivre». Με σεμνότητα κι ευλάβεια ιεροτελεστίας, απασφαλίζει το τραπεζάκι του μπροστινού καθίσματος και τοποθετεί πάνω του τρία μυστήρια διχτυωτά σακουλάκια που θυμίζουν γαμήλια κουφέτα. Οι υποψίες μου πολύ σύντομα επαληθεύονται, τα αγουροξυπνημένα μου μάτια δε με ξεγελούν… Στο πρώτο, υπάρχουν μερικά καρούλια με κλωστές κι ένας σωρός από κορδέλες σε διάφορες αποχρώσεις, στο δεύτερο ένα ματσάκι με βελόνες κι ένας αναπτήρας ενώ στο τρίτο στοιβάζονται σαν αυγά ψαριού μερικές πέρλες.
Στο μεταξύ ο συρμός έχει ξεκινήσει την πορεία του προκαλώντας ρυθμικούς κραδασμούς που γίνονται πιο αισθητοί στα σημεία όπου οι ράγες έχουν ελαττωματική συναρμογή. Εκείνη ωστόσο, απτόητη, διαλέγει μερικές κλωστές της αρεσκείας της κι αρχίζει να τις περνάει από τις μύτες στις βελόνες με χειρουργική ακρίβεια σα να βρίσκεται σε συνθήκες απόλυτης ακινησίας. Με ανάλογη επιδεξιότητα παρατάσσει και τις πέρλες πάνω στους πολύχρωμους ιστούς της κι όλα είναι πλέον έτοιμα για να ξεκινήσει το ρεσιτάλ. Με κινήσεις που παραπέμπουν σε μαέστρο που με την μπαγκέτα του, εν προκειμένω πολύ μικρότερη και μεταλλική, διευθύνει μια καλοκουρδισμένη ορχήστρα, μεταμορφώνει τις χυτές κορδέλες σε περίτεχνα πτυχωτά βραχιόλια που με την «πέρλινη» πανοπλία τους προτίθενται να περιγράψουν θηλυκούς καρπούς… Κι όταν σε μερικές πιο απότομες στροφές τα εφόδιά της τείνουν να γλιστρήσουν από το τραπεζάκι, τα ακονισμένα αντανακλαστικά της επαναφέρουν άμεσα την τάξη. Δεν αρκείται σε ένα-δυο, όσα περισσότερα προλάβει…
«Αλήθεια, θα τελειώσει αναίμακτα το έργο σου;…»
«Χα! Πλάκα δεν έχει;… Έχω εξασκηθεί, κάπως πρέπει να περάσει η ώρα…»
«ΕΠΟΜΕΝΟΣ ΣΤΑΘΜΟΣ, ΑΘΗΝΑ. ΣΤΑΘΜΟΣ ΛΑΡΙΣΗΣ, ΤΕΡΜΑΤΙΚΟΣ ΣΤΑΘΜΟΣ…»
*Κωδικός ασφαλείας εισιτηρίου: https://www.youtube.com/watch?v=T9yPd5nQJNc