Τα βλέφαρα βαριά καθώς κυλάει το ποτάμι,
οι σκέψεις τους πουλιά, κοράκια μαύρα και ξανθά.
Κορίτσια πιο λευκά κι από το γάλα της μητέρας,
αγόρια σκυθρωπά, στ’ αυλάκια πέφτουνε νεκρά.
***
Γλυκές οι μουσικές που φτάναν κάποτε στ’ αυτιά τους,
ο νους είναι στο χθες σ’ εικόνες γκρίζες, αδειανές.
Τραντάζουν οι βροντές το σπίτι τρέμει σαν αηδόνι,
φωτίζουν οι αυλές, στα μάτια δύο αστραπές.
***
Η λεύκα σάς μιλά, μικρά παιδιά της Αμαρτίας,
θρηνεί σαν τα παιδιά που δίνουν λεύκες στη φωτιά.
Γεννήθηκαν γυμνά και μόνα θα ‘βρουν το σκοτάδι,
αγόρια σκυθρωπά, στ’ αυλάκια πέφτουνε νεκρά.
***
Γλυκό σαν το κρασί το αίμα τώρα τα κοιμίζει,
το χέρι τους λυγά, ξυπνά μονάχο και ρωτά:
“Ο μύλος θα γυρνά σα ρόδα κόκκινη ποτάμι;”
Οι σκέψεις τους πουλιά, κοράκια μαύρα και ξανθά…
***
Γραμμένο για όσους αθώους υποφέρουν ή έχουν υποφέρει από τα νύχια της αμείλικτης Ενυώς, για όσους έχουν χάσει τους γονείς, τα παιδιά και τη ζωή τους από μία κρύα σφαίρα. Ο πόλεμος θα σταματήσει μονάχα όταν ο άνθρωπος αποκτήσει καρδιά.