Κοινωνικά φαινόμενα ιδωμένα από μια ανθρώπινη και άκρως αληθινή προοπτική, μέσα από τα μάτια ενός ατόμου που όλοι ταυτιζόμαστε. Η νουβέλα “Η Βικτώρια δεν υπάρχει” σίγουρα προκαλεί τουλάχιστον ενδιαφέρον
Επινοημένη μαρτυρία, βιωματική συνέντευξη σύμφωνα με τον χαρακτηρισμό του ίδιου του συγγραφέα, ολιγοσέλιδη νουβέλα, μικρά διηγήματα για την κρίση, όπως και να χαρακτηρίσει κανείς, το πρώτο συγγραφικό πόνημα του πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα και καθηγητή Πολιτικών επιστημών Γιάννη Τσίρμπα, προκαλεί ενδιαφέρον.
Ξεφεύγοντας από λυρισμό και μελοδραματισμούς, από επιτηδευμένη μίμηση της αργκό ή στρατευμένη γλώσσα, ο συγγραφέας δίνει μέσα σε 61 σελίδες μια σκληρή, οδυνηρά αληθινή αποτύπωση της σύγχρονης Αθήνας, θίγοντας καίρια ζητήματα, όπως η ξενοφοβία, η άνοδος φασιστικών μορφωμάτων στη χώρα, η υποβάθμιση αθηναϊκών περιοχών, η ανθρωπιστική κρίση.
Τα κοινωνικά αυτά φαινόμενα ωστόσο δεν γίνονται αντικείμενο περιγραφής ή στοχασμού από τον συγγραφέα, αλλά παρουσιάζονται ιδωμένα από την ανθρώπινη προοπτική, μέσα από την ψυχολογία του ατόμου.
Η δομή της νουβέλας βασίζεται σε έναν διάλογο-ή δραματικό μονόλογο- που λαμβάνει χώρα ανάμεσα στον συγγραφέα και έναν κάτοικο της Βικτώριας στο τραίνο. Στη συζήτηση τους, ωστόσο, εμφιλοχωρούν και μικρές, αυτοτελείς ιστορίες ανθρώπων που ως μόνο σημείο σύνδεσης έχουν την Βικτώρια.
Με γραφή ειλικρινή και έξυπνη, ο συγγραφέας υφαίνει ένα διάλογο στον οποίο συγκρούονται δυο κόσμοι: Ο συγγραφέας είναι ένας μορφωμένος άντρας, ένας Αγιοπαρασκευιώτης, όπως τον αποκαλεί ο συνομιλητής του, που αντιλαμβάνεται τα προβλήματα της κρίσης και επικρίνει τον ρατσισμό και τη βία υπό το πρίσμα της αστικής του ευγένειας και του ανθρωπισμού του. Απέναντι στον συνομιλητή του στέκεται αμήχανος, απέναντι στην φονική του πρόθεση να εξοντώσει μετανάστες μένει άναυδος, ζητάει μια οθόνη να τον διαχωρίσει από εκείνον. “Πώς να εξηγήσεις όλα αυτά που γίνονται; Για να τα καταλάβω, χρειάζεται να τα δω στις ειδήσεις. Διαφορετικά δεν παίρνουν υπόσταση. Δεν υπάρχουν. Δεν τα χωνεύεις διαφορετικά. Πρέπει κάποιος να σ΄τα σερβίρει. Αλλά χωρίς να μπορεί να σε αγγίξει, χωρίς να υπάρχει έστω και η πιθανότητα μιας επαφής. Έχω ανάγκη μια οθόνη, μακάρι να μπορούσε να παρεμβληθεί μια οθόνη μεταξύ μας.”
Ο συνομιλητής του ξεδιπλώνει την δική του πραγματικότητα, παρουσιάζει με γλώσσα τρομακτικά αληθινή μια Βικτώρια εξαθλιωμένη από τη κρίση, πολύ διαφορετική από τη γειτονιά των παιδικών του χρόνων, μια Βικτώρια βρώμικη, περιθωριακή, άνεργη, αναξιοπρεπή, ναρκομανή. Οι πέντε εμβόλιμες διηγήσεις των άλλων κατοίκων της περιοχής υπογραμμίζουν αυτήν την εικόνα, είναι διηγήσεις καθημερινών ανθρώπων που ζουν στην απόλυτη ανέχεια, πέρα από τα όρια της αξιοπρέπειας, όλοι γύρω από την πλατεία της Βικτώριας.
Από τον ατίθασο μαθητή τα χρόνια της Χούντας που πλήρωσε την αντίσταση του απέναντι στο καθεστώς με πικρό τρόπο μέχρι τον νεαρό που τρεις μέρες νηστικός ζητιανεύει για ένα σάντουιτς, οι αφανείς ήρωες της Βικτώριας ταρακουνούν τον αναγνώστη με τη ζωή τους, που αποτελεί μια μαρτυρία για την καταβαράθρωση του ανθρώπου μέσα στη κρίση.
Επιστρέφοντας στον κορμό της νουβέλας, ο συνομιλητής θεωρεί αποκλειστικά υπεύθυνους τους μετανάστες της περιοχής για όλα τα κακώς κείμενα. Η αντιπάθεια του προς τους μετανάστες κλιμακώνεται σταδιακά, στην αρχή της διήγησης λαμβάνει τη μορφή περιφρόνησης για τα έθιμα τους, τις μυρωδιές τους, τον τρόπο που έχουν μεταβάλει την εικόνα της γειτονιάς του, η περιφρόνηση αυτή γίνεται στη συνέχεια βαθιά αηδία για να φτάσει στο τέλος της διήγησης στην έκφραση απάνθρωπου, βίαιου μίσους, στη σκέψη της μαζικής δολοφονίας τους: “Φτιάγνουμε ψωμάκι, βάζουμε μέσα το φαρμακάκι, το βάζουμε στο σακουλάκι, το δένουμε στο κάδο σαν καλοί άνθρωποι, το παίρνει το Πακιστανάκι, τέζα το Πακιστανάκι, κατάλαβες;”