- Best British Breakthrough Act
- Best British Group
- Best British Album
- Ivor Novello Award
- Album Of The Year
- Best International Album
- Best Album
- Best New Act
- Best New Band
- Best Track
- Best Music DVD
- Best Music Video
- Best Live Band
- Best Fan Community
- Hero Of The Year
- People’s Choice
[Brit-Ivor Novello-Meteor-Muso-NME-PLUG-Q-Mercury-MOJO]
Έχουν κερδίσει 38 βραβεία και έχουν προταθεί συνολικά για 79, διατηρούν μία απ’ τις μεγαλύτερες κοινότητες fans παγκοσμίως, τα εισιτήρια, όπου κι αν εμφανίζονται, γίνονται ανάρπαστα και θεωρούνται μία απ’ τις κορυφαίες μπάντες της νέας χιλιετίας. Με λίγα λόγια, πριν κλείσουν καν τα 30 τους χρόνια, έχουν, ήδη, αποκτήσει τόσα, όσα άλλοι δεν κατάφεραν σε ολόκληρη τη ζωή τους. Ποιοι είναι, όμως, πραγματικά οι Arctic Monkeys;
Πολύ πριν το ‘AM’, πίσω στο μακρινό 2001, οι Alex Turner και Jamie Cook έπιαναν για πρώτη φορά τις κιθάρες τους, σε ηλικία 15 και 16 ετών αντίστοιχα. Τον επόμενο χρόνο, οι δύο παιδικοί γείτονες, θα προβάρουν πλήθος κομματιών, για να εμφανιστούν τελικά ως Arctic Monkeys, για πρώτη φορά, στις 13 Ιουνίου 2003, στο Sheffield, με τον παλιό τους συμμαθητή, Matt Helders, στα drums και τον Andy Nicholson στο μπάσο, να συμπληρώνουν την σύνθεση. Τα επόμενα δύο χρόνια ακολούθησαν πολλά lives κατά μήκος της Μεγάλης Βρετανίας, καθώς και πλήθος ανεξάρτητων demos, που μοίραζαν μόνοι στους φίλους τους. Το κοινό τους σταθερά συνεχώς αυξανόταν και μάλιστα παρουσιαζόταν κι ιδιαίτερα φανατικό. Παρ’ όλο που γρήγορα τράβηξαν το ενδιαφέρον τόσο του BBC, όσο και μεγάλων δισκογραφικών, που αμέσως αναγνώρισαν το πηγαίο ταλέντο τους, οι ίδιοι επέμεναν να αρνούνται μια υπογραφή επαγγελματικού συμβολαίου και αρκέστηκαν απλώς στην δημιουργία του πρώτου τους single, ‘Five Minutes with Arctic Monkeys’, που κυκλοφόρησε σε δικιά τους παραγωγή και περιελάμβανε το τότε αγαπημένο των θαυμαστών τους, ‘Fake Tales of San Francisco’, καθώς και το b-side, ‘From the Ritz to the Rubble’.
- Το όνομα τους, το δανείστηκαν από το συγκρότημα, που είχε ο θείος του Jamie Cook, την δεκαετία του ’70.
Δεδομένης της καλπάζουσας επιτυχίας τους, η στιγμή υπογραφής με κάποια δισκογραφική ήταν θέμα χρόνου. Οι Monkeys, τελικά, προτίμησαν την Domino Records, η οποία ήδη εκπροσωπούσε μεταξύ άλλων και τους Franz Ferdinand, και με την οποία συνεργάζονται έως και σήμερα. Η προτίμησή τους προήλθε από την όλη DIY αισθητική του ιδιοκτήτη της Domino, Laurence Bell, ο οποίος λειτουργούσε την εταιρία, ουσιαστικά, απ’ το σπίτι του και υπέγραφε μόνο συγκροτήματα, που του κινούσαν το ενδιαφέρον και άρεσαν πρώτα απ’ όλα στον ίδιο. Αυτό αποτελούσε, επομένως, δέσμευση για το συγκρότημα, ώστε να του εμπιστευτεί την δουλειά του.
Το πρώτο τους studio album,‘Whatever People Say I Am, That’s What I’m Not’, κυκλοφόρησε στις 23 Ιανουαρίου 2006 και γνώρισε πρωτόγνωρη αποδοχή από το κοινό, που προετοιμαζόταν 4 χρόνια, για ένα απ’ τα πιο δυναμικά ντεμπούτο στην ιστορία της σύγχρονης μουσικής. Μέσα σε, μόλις, μία εβδομάδα πούλησε πάνω από 360.000 αντίτυπα και έγινε το ablum με τις γρηγορότερες πωλήσεις, έναν τίτλο που διατηρεί έως και σήμερα. Χορευτικοί neo-punk ήχοι πηγάζουν μέσα από ευφυείς ρυθμούς και γεννιέται ένα απ’ τα καλύτερα albums της περασμένης δεκαετίας, που καταφέρνει αξιοπρόσεκτα να περιγράψει την νυχτερινή ζωή των νέων στο βόρειο μέρος του Λονδίνου, να ξεσηκώσει όλη την τότε indie κοινότητα και να δώσει σε πλήθος ανεξάρτητων συγκροτημάτων την αφορμή που περίμεναν. Μπορεί εκείνη την εποχή να μην κατάφεραν να κερδίσουν την Αμερική, όπου συνολικά πούλησαν μονάχα 300.000 αντίτυπα, είχαν όμως ήδη το μεγαλύτερο και πιο παθιασμένο κοινό στην Γηραιά Αλβιώνα, όπως φαίνεται και από το παρακάτω live τους στο Liverpool, το 2005, όπου παρουσιάζουν κομμάτια από το πρώτο αυτό album τους.
- Ο τίτλος του album είναι επηρεασμένος από το μυθιστόρημα του Alan Sillitoe, ‘Saturday Night & Sunday Morning’.
Το
- Το EP αυτό παίχτηκε στο ραδιόφωνο λιγότερο από κάθε άλλη δουλειά τους, κυρίως λόγω των στοίχων του.
- Και τα 12 τραγούδια του album κατάφεραν να μπουν στο Top 200 των αγγλικών charts.
- Μέχρι τον Σεπτέμβριο του ’13 είχε πουλήσει λιγότερα αντίτυπα, απ’ όσα το ντεμπούτο τους σε μια εβδομάδα.
- Στην Αγγλία η φράση “Suck It & See” αποτελεί ιδιωματισμό, που σημαίνει πως κάτι πρέπει να δοκιμαστεί πρώτα.
Τον Φεβρουάριο του 2012 ακολούθησε η πρώτη επίσημη παρουσίαση καινούριου υλικού, μετά το Humbug, όταν και ανέβασαν στο λογαριασμό τους στο Youtube, το τραγούδι ‘R U Mine?’, το οποίο κι αποτέλεσε τον πρώτο οιωνό για το επερχόμενο album. Την ίδια περίπου περίοδο, και καθώς βρισκόντουσαν σε περιοδεία με τους Black Keys, ο Turner παραδέχθηκε ότι έγραφαν κι άλλα καινούρια κομμάτια για την επερχόμενη δουλειά τους, χωρίς να αναφερθεί, ωστόσο, σε ημερομηνίες ή οτιδήποτε άλλο. Είχαν περάσει, όμως, δύο ολόκληρα χρόνια από την τελευταία κυκλοφορία του συγκροτήματος και το κοινό τους αγωνιούσε να δει τι επρόκειτο να επακολουθήσει. Αρκετά αργότερα, τον Ιούνιο πια του 2013, εμφανίστηκαν ως headliners στο Glastonbury, πιστοί στο ραντεβού τους με το μεγάλο φεστιβάλ, όπου κι άνοιξαν την συναυλία με ένα ακόμη καινούριο τραγούδι, το ‘Do I Wanna Know?’, μπροστά σ’ ένα εκστασιασμένο κοινό, που χειροκροτούσε ρυθμικά ανά χιλιάδες.
- Στο τραγούδι ‘I Want It All’ γίνεται αναφορά στο ‘2000 Light Years From Home’ των Rolling Stones.
- Κατά τη διάρκεια της AM Tour στην μπότα των drums του Matt αναγραφόταν ο αριθμός -0114-, δηλαδή ο τηλεφωνικός κωδικός της περιοχής του Sheffield στην Μεγάλη Βρετανία, από όπου και κατάγονται.
Η αλήθεια, ωστόσο, είναι πως το συγκρότημα, παρά την πρωτοφανή, πλέον διασημότητα του, μοιάζει να έχει χάσει σημαντικό μέρος της δυναμικής που κατείχε. Είναι φανερό, πως η εποχή που ο Alex έμοιαζε με 12 χρονών, ο Matt κυκλοφορούσε με το ναυτικό καπέλο, ο Jamie είχε μικρόφωνο στις συναυλίες και ο Andy ήταν εκεί, έχει περάσει προ πολλού. Και, ναι, μπορεί αυτή την στιγμή οι Monkeys να είναι απ’ τα πιο δημοφιλή και πολυβραβευμένα groups, όταν, όμως, πρωτοεμφανίστηκαν ήταν πραγματικά ότι πιο καυτό κυκλοφορούσε στην συγκεκριμένη σκηνή. Κι εν τέλει κατάφεραν να ανανεώσουν την σκηνή αυτή και να της δώσουν κι ένα διαφορετικό χρώμα. Σύμφωνα με την δική μου ταπεινή άποψη, όμως, είναι δύσκολο να νιώσει κάποιος, που ακούει το ‘AM’, τον ενθουσιασμό και την ανατριχίλα που είχε νιώσει ακούγοντας για πρώτη φορά το ‘Whatever People Say I Am, That’s What I’m Not’ – εάν, βέβαια, το έχει ακούσει.
Όπως κι αν έχουν τα πράγματα, θα συνεχίσουμε να ακούμε τις παλιές αξιόλογες δουλειές τους και θα αναμένουμε κάθε καινούρια με την ελπίδα ευχάριστα να μας ξαφνιάσει, όπως κι εκείνες.