Τα βράδια ήταν κάπως δύσκολα. Την υπόλοιπη μέρα, η φάρμα είχε δουλειές οπότε και ξεχνούσε. Λίγο να σπείρει, λίγο να ταίσει ταϊσει τις κότες και τα γουρούνια κι έπεφτε ο ήλιος. Τα τελευταία τα αγαπούσε πολύ. Πέθαινε να τα βλέπει να κυλιούνται στις λάσπες, άγαρμπα αλλά ανέμελα και πότε χασκογελούσε, πότε τα λυπόταν που ‘τανε χοντρά με κοντά πόδια.
“ Τι τα ‘χεις και τα ταϊζεις αφού δεν τα σφάζεις…; “, του λέγανε όλοι.
“ Αυτά είναι τα παιδιά μου…”, απαντούσε. “ Κι έχουν μεγαλύτερη καρδιά απ΄ όλους σας…”
“ Μα έχεις παιδιά…”, του ‘χε πει ο Ρόναν.
“ Κάποτε μπορεί ναι…τώρα είμαι εγώ και τα ζώα μου…”
Όταν μπήκε στο μικρό επαρχιωτικό εστιατόριο το κουδουνάκι στην πόρτα χτύπησε δύο φορές – όσες ήταν και οι φορές που τον ξάφνιασε. Δεν ακουγόταν τίποτα πέρα από κούπες και μαχαιροπήρουνα να χτυπάνε στα πιάτα. Χαμένος στους άχρονους ήχους πάγωσε για λίγο τις σκέψεις του, φορώντας μία αρκετά επιτηδευμένα ήπια έκφραση και πλησίασε τον πάγκο. Στο πίσω μέρος του, η Μάρθα καθάριζε δίσκους και του φάνηκε αστείο το πόσο είχε φαρδύνει η περιφέρειά της από τότε που την είχε γνωρίσει τις πρώτες μέρες του στην κοινότητα. Ήταν και παιδιά τότε. Μεγαλώνεις και ο κώλος φαρδαίνει όπως και το “εγώ” σου. Η σοφία των γηραιότερων ήταν σαχλαμάρες για εκείνον.
“ Καλησπέρα Μάρθα…”, είπε προσπαθώντας να βολευτεί στο σκαμπό.
“ Τι έγινε Λίαμ…; Αφήσαμε την παρέα νωρίς απόψε; “, έκανε αυτή και γύρισε προς το μέρος του, σκουπίζοντας τα χέρια της με μια ήδη βρώμικη πετσέτα.
“ Θα γέλαγα αλλά δεν έχω καιρό για χάσιμο…Θα μου βάλεις ένα ; “
“ Ένα τι; Μην μου μιλάς εμένα λες και είμαι κάποια τυχαία σερβιτόρα σε καμιά ταινία! “, είπε ειρωνευόμενη τον τόνο του.
“ Πολύ θα το ΄θελες να ΄χες παίξει σε καμία…”, αποκρίθηκε ο Λίαμ και το μούσι του αραίωσε απ΄το χαμόγελο.
“ Τα χρόνια σου βλέπω δεν σου βάλανε μυαλό…Λέγε τι θέλεις…Φαγητό ; “
“ Απ΄αυτό έχω και σπίτι…Θέλω το άλλο, αυτό που έχετε εδώ εσείς…”
“ Ά μάλιστα…Μισό λεπτό να δω αν έχει μείνει τίποτα…”
Ψαχούλεψε το ντουλάπι που ΄χε μπροστά της στην αρχή, μα δεν φάνηκε να βρίσκει τίποτα. Κοντοστάθηκε έτοιμη να τον ενημερώσει για την άκαρπη έρευνα, όμως σαν κάτι να θυμήθηκε και πλησίασε ένα συρτάρι αριστερά απ’ τον νεροχύτη.
“ Εεεδώ το έχουμε…”, είπε. Ζέστανε λίγο νερό και το ΄ριξε σε μια κούπα. Πέταξε μέσα ένα λιλιπούτειο φακελάκι με μια κλωστή να κρέμεται απ’ έξω και ακούμπησε την κούπα μπροστά του.
“ Ορίστε! Τσάι με σφένδαμο…Το νέκταρ σας αξιότιμε κύριε Λίαμ…”
Tύλιξε τα χέρια του γύρω απ΄την κούπα και η θερμότητά της έφθασε από τα ακρά στους ώμους του. Από τότε που ΄χε κόψει το ποτό, ήταν το μοναδικό πράγμα που έπινε ευχάριστα.
“ Ξέρεις Λίαμ…Δεν πρόλαβα ποτέ να σου πω…Λυπάμαι για την απωλειά σου…Συγγνώμη που δεν ήμουν εδώ, είχα πάει στην κόρη μου στο…”
“ Ξέρω,ξέρω…Δεν χρειάζεται να απολογείσαι…Ήταν ατύχημα…Δεν φταίει κανένας…Το κράταγε καλά το μαγαζί ο Ρόναν όσο έλειπες πάντως…Έχεις ιδέα που είναι τώρα; Τον θέλω για μια δουλειά στην φάρμα…”
Ξάφνιασε μέχρι και τον εαυτό του με το πόσο γρήγορα ελίχθηκε και απέφυγε αυτή τη συζήτηση. Το τσάι τελείωνε απότομα και το μόνο που ήθελε ήταν την βοήθεια του Ρόναν για να φτιάξουν την χαλασμένη περίφραξη των ζωντανών του.
“ Πρέπει να ‘ναι στο χοιροστάσιο. Αν φύγεις τώρα μπορεί και να τον προλάβεις…Το τσάι κερασμένο…Δεν μπορώ να σου κρατήσω και κάτι…”
“ Να ‘σαι καλά Μάρθα…”, έκανε αυτός και κατέβασε τις τελευταίες καυτές γουλιές. Σηκώθηκε και λίγο πριν φτάσει στην έξοδο η Μάρθα τον ξαναφώναξε.
“ Λίαμ! Δεν μου είπες…Τα παιδιά σου; Τι κάνουν; Που βρίσκονται; “
“ Έχεις ακουστά το νησί της Κίρκης απ΄την Οδύσσεια ; “, την ρώτησε.
“ Ορίστε; Τι είναι τούτο πάλι; “
“ Γεία σου Μάρθα…Ευχαριστώ και πάλι…”, είπε και της γύρισε την πλάτη με το κεφάλι χαμηλωμένο και το χιούμορ του αδιόρθωτο.
Το χοιροστάσιο του Ρόναν βρισκόταν λίγο έξω απ΄την κοινότητα, τρία χιλιόμετρα μακριά απ΄την ταμπέλα που σε καλωσόριζε σε αυτήν. Πάρκαρε ακριβώς έξω απ΄την είσοδο και τον είδε να μιλάει με δύο κουστουμαρισμένους γιάπηδες, γελώντας δυνατά με κάτι που του έλεγαν. Ποτέ δεν τους χώνεψε τους γιάπηδες. Ο Ρόναν τον χαιρέτησε από μακριά και με ένα νεύμα τον κάλεσε κοντά του. Παρ΄όλα αυτά,εκείνου του είχε ήδη χαλάσει η μέρα απλά και μόνο βλέποντας τα κουστούμια.
“Τι θέλουν αυτοί εδώ ; “, είπε στον Ρόναν.
“ Τα παιδιά συνεργάζονται με το σφαγείο που πάει τα κρέατα στην πόλη…”, απάντησε κοιτώντας τον απορημένος. “ Νόμιζα ότι το…”
“ Δεν έχουν καμία δουλειά στην κοινότητά μας…Τσακιστείτε από ΄δω πέρα κωλόσκυλα! “, γρύλλισε.
“ Καλώς…”, έκανε ο ένας απ΄τους δύο γιάπηδες. “ Ευχαριστούμε κύριε Ρόναν…Θα έχετε νέα μας σύντομα…”,συνέχισε και καθώς τέλειωνε την φράση του έριξε μια κλεφτή ματιά στον Λίαμ.
Δεν μίλησαν μέχρι να ακούσουν την μαύρη μερσεντές να βάζει μπροστά. Τα σύννεφα μαζεύονταν όλο και περισσότερα στον ουρανό κι η καταιγίδα δεν θα αργούσε.
“ Τι ήταν αυτό τώρα Λίαμ; “, είπε σε ύφος κηρύγματος ο Ρόναν.
“ Δεν καταλαβαίνεις ότι έρχονται να πάρουν απ΄την περιουσία μας; Θέλουν τα ζώα μας για να βγάλουν λεφτά ! “
“ Λεφτά τα οποία χρειαζόμαστε και εσύ και εγώ ηλίθιε! Έχουμε να κερδίσουμε απ΄αυτό! Για όνομα του Θεού, επιτέλους θα μπορέσεις να ξεχρεώσεις! “
“ Δεν χρωστάω σε κανέναν Ρόναν…”
“ Χρωστάς σε μένα παλαβέ κωλόγερε! Και μάντεψε ! Δεν μπορώ άλλο να περιμένω τα λεφτά μου…”
“ Θα στα δώσω Ρόναν…Αλλά όχι σκοτώνοντας ότι μου ‘χει απομείνει…”
“ Μιλάς για δέκα γουρούνια Λίαμ…Για δέκα γαμημένα γουρούνια! “
“ Πρόσεξε την γλώσσα σου κουλέ….Το ένα στο έφαγε η μηχανή, το άλλο θα στο φάω εγώ όμως αν συνεχίσεις έτσι…”
“ Με απειλείς ρε μαλάκα; Με απειλείς επειδή έβρισα το χοιρινό σου; Για δέκα κομμάτια χοιρινό την πλήρωσε η Άννα άχρηστε! Επειδή έπαιζες όλη μέρα με τα γουρούνια σου και δεν την άκουγες που σου ζήταγε ένα ποτήρι νερό! “, ούρλιαξε κουνώντας το δάχτυλο στην μύτη του.
“ Ρόναν ήταν ατύχημα…”, έκανε εκείνος στρέφοντας το κεφάλι του αλλού.
“Αρχίδια ατύχημα! Η γυναίκα ήταν άρρωστη δεν μπορούσε να κουνηθεί! Αν ήσουν μέσα δεν θα αναγκαζόταν να κατεβεί τις….”
Η ροή του λόγου του σταμάτησε απότομα. Τώρα το μόνο που ακουγόταν ήταν η προσπάθειά του να αρθρώσει και κάποιες ανήμπορες προσπάθειες να απελευθερώσει με το ένα του χέρι, τις παλάμες του Λίαμ που έσφιγγαν τον λαιμό του. Έπεσε κάτω παίρνοντάς τον μαζί, αλλά η πίεση περισσότερο αυξανόταν παρά μειωνόταν. Το πρόσωπό του, πρώτα απαλό κόκκινο με τις φλέβες να τεντώνονται σε όλα τα μήκη και τα πλάτη του κι ύστερα λίγο πιο μπλε, μα σίγουρα πιο ανακουφισμένο από πριν. Λαχανιασμένος ο Λίαμ έκανε να μετριάσει τις ανάσες του. Και οι πρώτες σταγόνες άρχισαν να πέφτουν στο πρόσωπό του.
Είχε καιρό να κρατήσει τόσο μια καταιγίδα. Δεν ήταν σίγουρος αν η ώρα ήταν δώδεκα ή τρεις το πρωί κι όμως οι αστραπές και η δυνατή βροχή είχαν κυριεύσει την νύχτα. Τόσο όμορφα που δεν ήθελε να τελειώσει ποτέ. Ανάμεσα σε δύο τρανταχτούς κρότους άκουσε την ξύλινη πόρτα να χτυπάει. Νόμιζε ότι άκουσε μια γυναικεία φωνή, για να αναγνωρίσει τελικά την φωνή της Μάρθα.
“ Λίαμ άνοιξε, έχω γίνει μούσκεμα! “, φώναξε αυτή πίσω απ΄την πόρτα. Έτρεξε να της ανοίξει.” Κρίμα που βράχηκε η γυναίκα…”, σκέφτηκε.
“ Μάρθα…Τι δουλειά έχεις έξω με τέτοια καταιγίδα ; “
“ Αν είναι δυνατόν βάλε κάτι πάνω σου! Γιατί είσαι με τα σώβρακα;! “, τσίριξε αυτή κρύβοντας τα μάτια της.
“ Συγγνώμη,συγγνώμη! Με ‘πιασε πριν η βροχή και δεν έχω αλλαξιά! “, απάντησε αυτός και τυλίχτηκε με μια κουβέρτα. Tην κοίταξε και περίμενε να του μιλήσει.
“ Να ήθελα να σε ρωτήσω…Πήγες σήμερα να βρεις τον Ρόναν στο χοιροστάσιο; “, έκανε η Μάρθα και μπήκε πιο μέσα στο σπίτι.
“ Ναι,ναι πήγα…Αλλά δεν ήταν κανείς εκεί…”
“ Χριστέ μου τι γίνεται; Δεν έχει δώσει σημείο ζωής απ’ το πρωί, έχω ρωτήσει τους πάντες δεν ξέρω που είναι! Ούτε εγώ τον βρήκα στο χοιροστάσιο! “, είπε αναστατωμένη.
“ Ηρέμησε Μάρθα…Σίγουρα υπάρχει εξήγηση…Ρώτησες την κόρη σου; Μπορεί να έγινε κάτι και να έπρεπε να πάει στην πόλη…”
“ Ναι αλλά γιατί….”
“ Την ρώτησες; “, επανέλαβε εκείνος. Όταν εκείνη έγνεψε αρνητικά συνέχισε. “ Πήγαινε σπίτι, ηρέμησε, πάρε τηλέφωνο την κόρη σου και κυρίως μείνε ψύχραιμη…Θα σου ‘δινα να πάρεις και από ‘δω αλλά όπως ξέρεις μου το έχουν κόψει…”
Ελαφρώς σοκαρισμένη απ΄τις νηφάλιες οδηγίες του η Μάρθα έκανε να φύγει, όμως θυμήθηκε πως ήθελε να τον ρωτήσει κάτι.
“Α…Η Κλερ ήρθε στο μαγάζι σήμερα…Και κάπου αναφέρθηκε το όνομά σου…Και την ρώτησα για αυτό που μου είχες πει…Κάτι για Κίρκη και Οδύσσειες…Αυτή λέει μεταμόρφωσε τους φίλους του Οδυσσέα σε γουρούνια! Έτσι δεν είναι; “
“ Ναι γιατί πήγαν εκεί που δεν είχαν κανένα λόγο να πάνε…Καλύτερα γουρούνια…Δεν μιλάνε και το μόνο που θέλουν είναι να τα ταίζεις…Οτιδήποτε…”, απάντησε εκείνος.
“ Άρχισες πάλι τα περίεργα Λίαμ…Αν μάθεις κάτι πάρε με, εντάξει ; “, είπε και το βλέμμα της έπεσε δίπλα στον καναπέ σε ένα κουβάρι με ρούχα λασπωμένα. Μα μαζί με τις λάσπες η Μάρθα είδε και κάτι ακόμη. Το άσπρο φανελάκι που φόραγε πάντα μαζί με το ανοιχτό του πουκάμισο ήταν σαν να ‘χε ποτίσει αίμα πάνω του. Έφτασε κοντά στο κουβάρι και σκάλισε τα ρούχα. Η καρδιά του χτύπαγε αλλόκοτα. Κι εκείνη σκάλιζε κι άλλο. Ώσπου τον κοίταξε τρομαγμένη.
“ Μπορούσες να ‘χες φύγει πραγματικά…”, έκανε αυτός ρουθουνίζοντας. “Μπορούσες να μην έχωνες την μύτη σου παντού…Σε συμπαθώ Μάρθα…Και γι΄αυτό λυπάμαι πολύ…”
Tο επόμενο πρωί ήταν σαν μια άνοιξη μες στο χειμώνα. Ο ήλιος έκαιγε όσο χρειαζόταν για να ‘ρχεται σε ισορροπία με το κρύο της εξοχής. Μια μαύρη μερσεντές πλησίασε την φάρμα. Μόλις σταμάτησε μια νεαρή γυναίκα κατέβηκε με ένα μωρό στην αγκαλιά της. Απ΄τις δύο μπροστινές θέσεις, κατέβηκαν δύο νεαροί άντρες. Περπάτησαν διστακτικά προς το σπίτι.
“ Λες να λείπει; “, είπε ο ένας που έμοιαζε να είναι λίγο μεγαλύτερος.
“ Δεν ξέρω…Μήπως έπρεπε να του μιλήσουμε λίγο παραπάνω χτες; “
“ Θα τα πούμε όλα σήμερα…”
“ Φύγετε από ‘δω! Δεν έχετε καμιά δουλειά στην φάρμα μου! “, ΄φωναξε ο Λίαμ που τους παρατηρούσε όλη αυτή την ώρα απ΄το παράθυρο.
“ Ηρέμησε σε παρακαλώ! “, απάντησε ο μεγαλύτερος. “ Σου φέραμε κάποιον που θα ‘θελες να γνωρίσεις…”
Η πόρτα άνοιξε και κατέβηκε τα τρία σκαλιά της εισόδου. Η νεαρή γυναίκα πήρε την πρωτοβουλία και τον προσέγγισε. Έμοιαζε χαμένος.
“ Αυτός εδώ είναι ο μικρός Λίαμ…”, του είπε. “ Σκεφτήκαμε πως θα έπρεπε να γνωρίσει τον παππού του…”
Δεν μπόρεσε να συγκρατήσει τα δάκρυα του και πήρε το μωρό στην αγκαλιά του. Κι εκείνο δεν έκλαιγε, μόνο τον κοίταζε με τα μεγάλα του γαλάζια μάτια.
“ Δεν μας άφησες ποτέ να σου εξηγήσουμε…Ο λόγος που δεν ήρθαμε στην κηδεία, ήταν γιατί την ίδια μέρα γεννήθηκε ο μπόμπιρας από ‘δω…Έχουμε έρθει στο νεκροταφείο πολλές φορές…Ποτέ δεν μας άφησες να σου εξηγήσουμε…”
Τους κοίταξε διστακτικά. “ Και τι δουλεία είχατε στο χοιροστάσιο…Θέλετε να σφάξετε τα ζωντανά μου; “
“ Δεν θα τα κάναμε ποτέ αυτό! Τα ζωντανά του Ρόναν θέλαμε…Αλήθεια, δεν θα σου παίρναμε τους ναύτες σου! “, έκανε ο μικρότερος κι έβαλε το χέρι στην τσέπη. “ Κοίτα τι σου ‘χω…Τσάι από σφένδαμο! “
‘Ομως αυτός δεν άκουγε τίποτα άλλο. Είχε όλη την προσοχή του στον μικρό και σαν κάτι να του τραγουδούσε καθώς τον πήγαινε προς τα μέσα. Οι άλλοι τρεις τον ακολούθησαν αργά. Δεν ήθελαν να χαλάσουν την στιγμή του.
“ Θα πας πίσω να δεις σε τι κατάσταση βρίσκονται τα ζώα; “, είπε ο μεγάλος αδερφός.
“ Πάμε μέσα…’Αστα αυτά για αργότερα…Τι φοβάσαι; Μήπως δεν τα ‘χε φαγωμένα; “, τον ρώτησε χασκογελώντας.
“ ‘Ελα ντε…Θα προτιμούσε να πεινάσουμε εμείς, παρά να πεινάσουν αυτά…Αναρωτιέμαι πάντως…Τους δίνει ακόμη τα ίδια που τα τάιζε; “
“ Αν του δίνει ακόμη ο Ρόναν τροφές ναι…Διαφορετικά…”
“ Διαφορετικά θα αρχίσει να τα ταίζει ανθρώπους ! “, τον έκοψε ο μεγαλύτερος.
Και βούρκωσαν απ΄τα γέλια λες και άκουσαν ένα καλό βρετανικό ανέκδοτο. Τουλάχιστον το χιούμορ τους, το ‘χαν κοινό με τον μπαμπάκα.