Ο Μαρκήσιος ντε Σαντ πέρασε τα 30 από τα 74 χρόνια της ζωής του, έγκλειστος σε φυλακές και άσυλα για φρενοβλαβείς. Στο διάστημα αυτό, συνέγραψε τα περισσότερα από τα έργα του, η ελεύθερη κυκλοφορία των οποίων επιτράπηκε στην Γαλλία μόλις το 1958. Ανάμεσα σ’ αυτά συγκαταλέγεται και το “Ζυστίν ή Τα βάσανα της αρετής” (ο γαλλικός πρωτότυπος τίτλος ήταν “Les infortunes de la vertu”), το οποίο ο συγγραφέας ολοκλήρωσε σε διάστημα 2 εβδομάδων, κατά την διάρκεια του εγκλεισμού του στην φυλακή της Βαστίλης (1787).
Το βιβλίο δημοσιεύτηκε ανώνυμα σε πιο εκτεταμένη μορφή το 1791 με τον τίτλο “Justine ou Les Malheurs de la vertu”. Ενώ το 1797 επανεκδόθηκε η νέα Ζυστίν “La Nouvelle Justine ou Les Malheurs de la vertu”.
Η Ζυστίν από την πρώτη στιγμή μετατράπηκε στην απαγορευμένη λατρεία του γαλλικού λαού. Από πολλούς θεωρήθηκε σπουδαίο έργο και από άλλους βλάσφημο κυρίως λόγω των ακραίων ερωτικών σκηνών, που επιδιώκουν να προσφέρουν ηδονή μέσα από τον πόνο. Το 1800 αποδόθηκε η πατρότητα του έργου στον ντε Σαντ, ο οποίος κατ’ εντολή του Ναπολέοντα Βοναπάρτη φυλακίστηκε για 13 χρόνια. Ο ίδιος ο Ναπολέων είχε χαρακτηρίσει το έργο ως «το πιο αποκρουστικό βιβλίο που είδε ποτέ το φως από την πιο διεφθαρμένη φαντασία».
Το βιβλίο ξεκινά με την εξιστόρηση των παθών της φυλακισμένης Ζυστίν (στην αφήγηση η ηρωίδα χρησιμοποίει το όνομα Τερέζα, με σκοπό να αποκρύψει την ταυτότητα της). Οι περιπέτειές της, αρχίζουν στην ηλικία των 12 ετών- όπου ούσα ορφανή και άπορη- επιλέγει σε έναν κόσμο στον όποιο κυριαρχεί η πεποίθηση πως: «η τύχη των άλλων εκμηδενίζεται πάντα όταν πρόκειται για την επιβίωσή μας», να ακολουθήσει την αρετή ως τρόπο ζωής.
Η επιλογή τούτη θα επιφέρει τρομερές επιπτώσεις την νεαρή Ζυστίν ˙ καθώς πάντα θα πέφτει θύμα κακοποιών στοιχείων με ερωτικές διαστροφές, που καταδικάζουν κάθε μορφή ηθικής και θεωρούν το γυναικείο φύλο υποδεέστερο και ικανό μόνο για να ικανοποιεί τις επιθυμίες του άλλου φύλου. Ένας αιμομίκτης γιατρός που δολοφονεί την κόρη του στον “βωμό της επιστήμης”, ένα απομακρυσμένο μοναστήρι- κολαστήριο στο όποιο νεαρά κορίτσια κρατούνται φυλακισμένα προς τέρψη των αρρωστημένων σεξουαλικών φαντασιώσεων των μοναχών και ένας κόμης με την συνήθεια να κάνει αφαιμάξεις στα θύματά του, προκειμένου να αισθανθεί ηδονή είναι μόνο λίγες από τις περιπέτειες που έζησε η ηρωίδα μας για 14 χρόνια.
Θα μπορούσε να ειπωθεί από κάποιον, μη εξοικειωμένο με την ιδεολογία του ντε Σαντ, πως το έργο αποτελεί έναν ύμνο προς την αρετή. Διότι παρ’ όλα τα βάσανα που υπέστη η Ζυστίν, αυτή παραμένει πιστή στις αξίες της, τις οποίες επιδιώκει να μεταφέρει- αν και ανεπιτυχώς- στους θύτες της, ενώ πάντα εξακολουθεί να βλέπει το καλό στον κόσμο και ας έχει βιώσει μόνο το κακό. Ωστόσο, σε δεύτερη ανάγνωση το βιβλίο πρεσβεύει μία ακραία μορφή ελευθερίας και μια ηθική ελευθεριότητα, γεγονός που συνηγορείτε και από το τέλος της ιστορίας. Η ελευθερία που προβάλλει ο συγγραφέας αποσκοπεί στην ατομική απελευθέρωση από κάθε κατεστημένη κοινωνική αρχή (θρησκεία, νόμοι, ηθική) ούτως ώστε το άτομο να φτάσει στο στάδιο της απόλυτης προσωπικής ικανοποίησης, κυρίως της ερωτικής.
Ο ντε Σαντ ή κατ’ άλλους ο “Θεϊκός Μαρκήσιος”, όντας θιασώτης αθεϊστικών και ηδονιστικών θεωρήσεων, προσπαθεί μέσω της Ζυστίν να τονίσει το πόσο ανώφελη είναι η αρετή για τον άνθρωπο, αφού το μόνο που δύναται να του προσφέρει είναι αφόρητο πόνο. Για να καταδείξει το ανώφελο του να είναι κανείς ηθικός και νομοταγής, βάζει την ενάρετη πρωταγωνίστρια του να βιώσει κάθε είδους εξευτελισμού και πόνου και θέτει το εξής ερώτημα:
«Αν, παρ’ όλο τον σεβασμό που δείχνουμε στις κοινωνικές μας συμβάσεις και χωρίς να απομακρυνόμαστε ποτέ από τα όρια που αυτές μας επιβάλουν, συμβαίνει να συναντούμε στον δρόμο μας μόνο αγκάθια, τη στιγμή που οι κακοί δρέπουν μόνο ρόδα, δεν είναι πιθανόν κάποιοι άνθρωποι που δεν διαθέτουν υπόβαθρο αρετής τόσο παγιωμένο, ώστε να αρθούν πάνω από διαπιστώσεις όπως η προηγούμενη, να προτιμήσουν ν’ αφεθούν στο ρεύμα του ποταμού παρά να αντισταθούν; Δεν θα πουν πως η αρετή, όσο ωραία κι αν δείχνει, καταλήγει, εν τούτοις, να αποτελεί τη χειρότερη κατεύθυνση που μπορεί ν’ ακολουθήσει κανείς, από τη στιγμή που δείχνει τόσο αδύναμη να παλέψει ενάντια στο κακό και όταν μάλιστα, μέσα σε μια ολότελα διεφθαρμένη εποχή, η μεγαλύτερη εξασφάλιση είναι να πράττει κανείς κατά μίμηση των άλλων;»
Επιπροσθέτως ο συγγραφέας επιδιώκει να αποδείξει πως η ελευθεριότητα δεν αντιβαίνει στους φυσικούς νόμους, επειδή αν κάτι τέτοιο όντως συνέβαινε, όσοι έτειναν σε τέτοιου είδους προτιμήσεις θα καταδικάζονταν από την ίδια τη φύση. Ωστόσο η φύση όχι μόνο δεν καταδικάζει τέτοιες συμπεριφορές, αλλά αποτελεί την πηγή τους. Ενώ ακόμα προσθέτει ότι η ίδια η φύση επιθυμεί το κακό, ως μέσο εξισορρόπησης των δυνάμεων του κόσμου.
«Αν η φύση προσβαλλόταν από τις προτιμήσεις μας, δεν θα μας τις ενέπνεε. Είναι αδύνατον να μας έχει εμφυσήσει αισθήματα που την προσβάλλουν. Μ’ αυτή την απόλυτη βεβαιότητα μπορούμε να επιδοθούμε ελεύθερα στα οποιουσδήποτε είδους πάθη μας, όσο βίαια κι αν είναι αυτά, σίγουροι πως οι επιπτώσεις τους δεν είναι άλλο από προθέσεις της φύσης, η οποία μας έχει άβουλα όργανά της. Και τι μας κάνουν οι επιπτώσεις αυτές; Όταν κανείς θέλει να απολαύσει με οποιαδήποτε πράξη, δεν τίθεται θέμα επιπτώσεων.»
«Λύκοι που τρώνε αρνιά, αρνιά που καταβροχθίζονται από λύκους, ο ισχυρός που θυσιάζει τον ανίσχυρο, ο ανίσχυρος που γίνεται θύμα του ισχυρού, αυτά όλα είναι η φύση, αυτοί είναι οι σκοποί και τα σχέδια της. Μια συνεχής δράση και αντίδραση, πλήθος ελαττωμάτων και αρετών, κοντολογίς μια τέλεια ισορροπία, που πηγάζει από την ισότητα του κάλου και του κακού επι της γης.
*Το 1886 ο ψυχίατρος Krafft-Ebing εισήγαγε τον όρο σαδισμό, για να περιγράψει την ερωτική ευχαρίστηση που παράγεται από πράξεις βίας.