Εκεί όπου η τέχνη του λόγου συναντά την τέχνη της φωτογραφίας.

1. Είσαι ελεύθερος – Μαρία Τσιμάρα

Φωτογραφία: Νατάσσα Ζώη

Δευτέρα..

Ξυπνάς το πρωί..

Δεν θέλεις

Θέλεις να μείνεις μέσα, άλλα πέντε, είκοσι πέντε, πενήντα πέντε λεπτά..δύο ώρες.. να μην βγεις ποτέ; Κι αν βγεις; Να πας που;

Σ’ αυτή τη βαρετή σχολή σου;

Στη μάταιη δουλειά σου;

Στην δουλειά που λίγο λίγο σιγοτρώει το σωθικά της ψυχής σου, αφήνοντας μόνο πεταμένα θρύψαλα?

Στη σχολή που παράγει πειθήνια εργαλεία προς κατανάλωση;

Πας

Δεν θες

Αλλά πας

Πας για να δεις ξανά το πρόσωπο αυτής της αποτρόπαιης κοινωνίας

Την ψευτιά,

Την δηθενιά και διάχυτη αυτή την ψεύτικη ευτυχία

Τις πλαστικές ζωές και τα φιλταρισμένα χαμόγελα, μέσα από κάποιες οθόνες

Να διασκεδάζουν την θλίψη τους και να κοροϊδεύουν το τίποτά τους

ή μήπως τα πάντα τους;

Κι όμως πας.

Για να τα ανεχτείς όλα αυτά.

Μαζί με την τυφλή υποταγή προς όλους

Προς όλους

Εκτός από τον εαυτό σου

Ποτέ δεν ακούς τι πραγματικά θες

Πάντα κάνεις αυτό που πρέπει

Αυτό που θέλουν

Και ‘συ,

Σαν ένα μικρό πουλί φυλακισμένο σ’ ένα κλουβί χωρίς πόρτα

Κάθεσαι εκεί

Φυλακισμένος

Στα κάγκελα του εαυτού σου, που έφτιαξες με σίδερα της μοναξιάς σου

Που τα θεμελίωσες στις ανασφάλειες σου και στα ελαττώματά σου

Δεν είσαι αρκετά καλός,

Όχι δεν είσαι.

Και ποτέ δεν θα γίνεις

Ποτέ τόσο καλός όσο οι άλλοι.

Και ξέρεις γιατί;

Γιατί δεν είσαι εσύ.

Και καθώς η μέρα περνά έτσι αδιάφορα χωρίς να το καταλάβεις

Βρίσκεσαι πίσω

Σκέφτεσαι να χαραμίσεις τις μοναχικές σου στιγμές

Αλλά κι αν δε το κάνεις

Και μείνεις να συντροφεύεις την ψυχή σου, που σε έχει τόσο ανάγκη

Κάτσε να δεις.

Να δεις τα σίδερα που σε τριγυρίζουν

Τους φόβους που έχουν χτίσει τοίχοι γύρω από την δική σου ευτυχία

Το ψύχος και την απόσταση που σε κρατάει μακριά από τη ζωή.

Και μετά

Δες τον ουρανό

Τα εκατομμύρια αστέρια που βρίσκονται κάπου εκεί μακριά

Ζουν για λίγο

Και θα πεθαίνουν.

Αλλά ζουν ελεύθερα

Περιπλανιούνται στο δικό τους γαλαξία

Ομορφαίνοντας το δικό σου τοπίο

Άραγε… εσύ είσαι ελεύθερος;


2. Για τους ανθρώπους της φυγής – Μαριάννα Χατζησάββα

Φωτογραφία: Αλεξία Χάμουζα-Γιοβανοπούλου

Για τους ανθρώπους που έφυγαν ξαφνικά από τη ζωή μας τα πράγματα ήταν απλά.

Μια μέρα, καθώς πηγαίνανε στη δουλειά τους, κάνανε τη βόλτα τους ή μιλούσανε με έναν φίλο τους, αποφάσισαν πως η παρουσία μας δεν ήταν και τόσο πια απαραίτητη για εκείνους. Μπορούσαν, ρε παιδί μου, να ζήσουν και χωρίς εμάς.

Χωρίς τύψεις, ενοχές, ή κάποιο ίχνος στεναχώριας, τράβηξαν μία κόκκινη γραμμή πάνω από το όνομα μας και συνέχισαν την καθημερινότητα τους δίχως εμάς.

Ήταν τόσο αδύναμοι να νιώσουν αγάπη και φιλία, τόσο αδύναμοι για ένα πραγματικό συναίσθημα. Ένα κόμπιασμα για την απόφαση τους ήταν αδύνατο.

Για τους ανθρώπους που έφυγαν από τη ζωή μας ίσως και να μην αξίζει ένα πραγματικό συναίσθημα. Ίσως πάλι να αξίζουν και τα πάντα. Δεν γίνεται εμείς να κρατήσουμε κάποια κακία.

Κι αυτό γιατί εμείς δεν ήμασταν από αυτούς που φύγαμε χωρίς έτσι. Νιώθουμε αληθινά και αγαπάμε αληθινά. Διαλέγουμε και ξεχωρίζουμε τις καταστάσεις, δεν φεύγουμε χωρίς αιτία. Όχι τουλάχιστον τόσο άδικα και ξαφνικά.

Αυτοί που μένουνε είναι και οι πιο δυνατοί. Γιατί μπορούν να νιώθουν και να ελπίζουν σε ανθρώπους που δεν είναι ικανοί να το κάνουν. Δεν έχουν ίχνος κακίας για εκείνους τους ανθρώπους κι αυτό γιατί πίστευαν, πιστεύουν και θα πιστεύουν σε εκείνους που μένουν… εδώ.

Τασεις Φυγης


3. Οι δαίμονες της νύχτας – Σταύρος Γεννίτσαρης

Φωτογραφία: Ιωσηφίνα Μάργαρη

Ένα ζευγάρι περνούσε από το απέναντι πεζοδρόμιο αγκαλιασμένο. Το έβλεπες στις κινήσεις τους και κυρίως στον τρόπο που κοιτάζονταν, ήταν χτυπημένοι από τα βέλη του πανούργου φτερωτού θεού. Ένας μεσήλικας, φορώντας μακρύ γκρι παλτό και μαύρο καπέλο, περνούσε νωχελικά από μπροστά του, σέρνοντας πίσω του έναν γέρικο σκύλο. Έμοιαζε χαμένος, αλλά και ευτυχισμένος στη μοναχικότητα του. Μετά από λίγο πέρασε ένα ακόμη ζευγάρι.

Διαφορετικό από το προηγούμενο. Δεν ήταν αγκαλιασμένοι. Περπατούσαν ο ένας δίπλα στον άλλον. Κοιτούσαν αλλού, δε μιλούσαν, δεν αντάλλασαν βλέμματα ή έστω νοήματα. Ήταν μαζί, αλλά ο καθένας μόνος του. Δεν ήταν φίλοι. Ήταν δύο άνθρωποι που κάποτε είχαν ερωτευτεί. Μπορούσες να το δεις αυτό. Έμοιαζαν να περπατούν μαζί ή ίσως και να είναι μαζί από συνήθεια. Επειδή κάποτε έτυχε και ερωτεύτηκαν πολύ. Κάποτε μοιράστηκαν στιγμές απόλυτες. Ο έρωτας όμως τους είχε απελευθερώσει από τα δεσμά του από καιρό. Ακόμα και η ελπίδα της επανάληψης στιγμών ολοκλήρωσης είχε σβήσει. Ίσως και η ίδια η ανάμνηση εκείνων των στιγμών να είχε σβήσει.


Ο φόβος της μοναξιάς, τους κρατούσε καθηλωμένους σε κάτι που είχε από καιρό χαθεί στη λήθη. Δυο άνθρωποι που δεν θα είχαν την ευκαιρία να ξανανοιώσουν το άπιαστο συναίσθημα του έρωτα, επειδή φοβήθηκαν. Φοβήθηκαν να αρχίσουν πάλι από την αρχή. Έμοιαζαν να έχουν ήδη αρχίσει να βιώνουν τις καταστάσεις στον αφρό. Δεν ήταν διατεθειμένοι να παίξουν το παιχνίδι χωρίς τσιγκουνιά. Να εμπιστευτούν πάλι, σαν παιδιά. Δεν ήταν διατεθειμένοι να ερωτευτούν πάλι, σαν τρελοί.

Η σερβιτόρα που άφησε το ποτήρι με το ρούμι πάνω στο τραπέζι, τον έβγαλε από τις σκέψεις του. Κατέβασε αργά μια γερή γουλιά, αφήνοντας το αλκοόλ να κάψει το λαιμό του. Το βλέμμα του χάθηκε στα αστέρια.

Ήταν σχεδόν πέντε τα ξημερώματα. Η ώρα που ο ήλιος πίνει τον πρωινό καφέ του πριν τη δουλειά και το φεγγάρι κοιτάει ανυπόμονα το ρολόι περιμένοντας τον να φανεί και να το αλλάξει στη βάρδια. Ήταν η ώρα που η πόλη είναι διαφορετική. Η ώρα που η πόλη είναι αυθεντική. Σου δείχνει το πραγματικό της πρόσωπο. Όλα φωτίζονται από τα διακριτικά φώτα των δρόμων και το λιγοστό φως του φεγγαριού. Όταν οι περισσότεροι κοιμούνται, η πόλη απολαμβάνει την ηρεμία χωρίς τους ανθρώπους που ασελγούν πάνω της.

Χωρίς τους βιαστικούς που την προσπερνούν με αδιαφορία χωρίς να της χαρίσουν ένα βλέμμα. Χωρίς εκείνους που έχουν ξεχάσει από καιρό πως και εκείνη είναι μια γυναίκα, που όταν δεν εισπράττει το θαυμασμό και το ενδιαφέρον που της πρέπει, έστω και με ένα βλέμμα, θα μαραζώσει. Εκείνη την ώρα κυκλοφορούν μόνο οι άνθρωποι που αγαπούν τη νύχτα. Όπως αγαπούν και την πόλη. Αποδέχονται την πόλη όπως είναι. Τη θέλουν για την πραγματική της ομορφιά, αυτή που ξεγυμνώνεται απροκάλυπτα μπροστά τους, χωρίς περιττά φτιασίδια.

Η ομορφιά αυτή που αποκαλύπτεται μόνο υπό το φως του φεγγαριού. Αυτοί είναι και οι άνθρωποι που περπατούν στους δρόμους της χωρίς να πηγαίνουν κάπου, ματώνουν να ανακαλύψουν τα μυστικά της, σταματούν και παρατηρούν τις ομορφιές, αλλά και τις ατέλειες της. Είναι εκείνοι που τα βράδια ερωτοτροπούν ασύστολα μαζί της, μέχρι το ξημέρωμα. Εκείνοι που αν δε δουν με τα ίδια τους τα μάτια τον ήλιο να ανατέλλει, δε μπορούν να κοιμηθούν ήσυχα. Το νοιώθουν σαν χρέος. Δε μπορούν να τελειώσουν τη μέρα τους, αν δεν είναι σίγουροι ότι η επόμενη μέρα έχει ήδη ξεκινήσει.

Αποτέλειωσε το ποτό του. Η γεύση από το ρούμι έφερε στο μυαλό του εικόνες από το παρελθόν. Θυμήθηκε εκείνο το βράδυ. Ξύπνησε και κοίταζε γύρω να τη βρει. Την είδε να στέκεται κοντά στο παράθυρο. Ήταν γυμνή. Ένα πέπλο καπνού από το τσιγάρο που κρατούσε ήταν το μόνο που κάλυπτε το κορμί της. Από τη μισάνοιχτη κουρτίνα, εισχωρούσε στο δωμάτιο το φως του φεγγαριού, φωτίζοντας αμυδρά τα χαρακτηριστικά του προσώπου της και το μικρό της στήθος. Έκσταση. Αυτή ήταν η μόνη λέξη που μπορεί να περιγράψει αυτό που ένοιωσε αντικρύζοντας τη μορφή της, χαμένη στον καπνό και φωτισμένη από το μυστήριο φεγγαρόφωτο. Έμοιαζε με πλάσμα εξωτικό, με νεράιδα ή δαίμονα.

Την πλησίασε ήσυχα και την αγκάλιασε από πίσω. Πέρασε τα χέρια του στο στήθος της και άρχισε να φιλάει και να δαγκώνει το λαιμό της. Πήρε ένα μισογεμάτο ποτήρι ρούμι που ήταν ξεχασμένο στο γραφείο δίπλα της και το άδειασε αργά πάνω στο κορμί της. Εκείνη πέταξε το τσιγάρο μέσα στο άδειο ποτήρι. Ήπιε το ποτό του αργά από τα πιο δυσπρόσιτα σημεία του κορμιού της, ενώ το χέρι του χάιδευε το σώμα της. Το δωμάτιο γέμισε με πρόστυχες μελωδίες, ηδονικές κραυγές και βαριές ανάσες. Εκείνη η νύχτα αρνιόταν πεισματικά να τελειώσει. Αδιαφορούσε για το χρόνο, χωρίς να ακολουθεί τους κανόνες του. Ακολουθούσε τον ρυθμό που έδινε το ντέφι της σελήνης. Έναν ρυθμό μακρόσυρτο…

Το ξημέρωμα τον βρήκε με τις αναμνήσεις να κατακλύζουν το μυαλό του. O ήλιος έλουζε τα πάντα με το πορτοκαλί φως της αυγής. Εκείνος όμως δεν χάρηκε ποτέ εκείνο το φως. Έμεινε χαμένος στα χείλη, τους γλουτούς, το στήθος και τα μάτια της, που έρχονταν μπροστά του σαν οφθαλμαπάτες. Ένοιωσε ξανά το καταρρακτώδες συναίσθημα να τον πλημμυρίζει. Τον έρωτα. Έναν έρωτα που γεννήθηκε ξαφνικά και έζησε μόνο για μία ελεύθερη νύχτα και ένα γαλήνιο πρωί.

ερωτας: αρωμα ελξης η μεθεξη;

Σχόλια