Δεν αγαπά πραγματικά όποιος δεν αγαπά για πάντα.
-Ευριπίδης

Πάνω απ’ την κιτρινισμένη, κάποτε πάλλευκη φανέλα του,  έβαλε το σβολιασμένο του μουσταρδί πουλόβερ. Αυτό που ο λαιμός του είχε ξεχειλώσει. Φόρεσε και το κοτλέ του παντελόνι. Τι κι αν το κουμπί του το είχε εγκαταλείψει, αφήνοντας πίσω μόνο λιπόσαρκες  από το  χρόνο κλωστές  να κρέμονται θλιμμένες.

Έντυσε και τα πόδια του με κάτι ξεφλουδισμένα δερμάτινα μποτίνια, που κάποτε του ‘κανε δώρο εκείνη… Έσφιξε στον χαλαρό λαιμό του ένα κεραμιδί κασκόλ.

Έβαλε στο λείο κεφάλι του -που μόνο κάτι λευκές τρίχες σα ζιζάνια ήταν φυτρωμένες από δω κι από ‘κει- το καπέλο του και πήρε στα χέρια το μπαστούνι.

Η πόρτα βγαίνοντας έβγαλε μια δυνατή κραυγή πόνου. Οι μεντεσέδες της είχαν γεράσει. Απόδειξη τα στίγματα σκουριάς πάνω στο μεταλλικό τους δέρμα.



Πέρασε πρώτα απ’ το ανθοπωλείο της γειτονιάς. Ο οξύς ήχος του μπαστουνιού του, που αγκάλιαζε το μαρμάρινο δάπεδο δήλωσε την είσοδο του στο κατάστημα.

Η νεαρή υπάλληλος σήκωσε το σκυφτό της βλέμμα και τα μελιά της μάτια γεμάτα ζεστασιά τον τύλιξαν τρυφερά.

Δίχως να χάσει χρόνο και με τις έμπειρες κινήσεις της ετοίμασε την καθιερωμένη ετήσια ανθοδέσμη του. Φέτος έπλεξε 69 κόκκινα τριαντάφυλλα, ντύνοντας τους λυγερούς λαιμούς τους με μία λευκή σατέν κορδέλα.

Άφησε τα χρήματα στον πάγκο μπροστά της, με τα τελευταία κόκκινα κέρματα  να κουδουνίζουν ελεύθερα πια απ’ το σκοτεινό κελάρι της τσέπης του όπου για μέρες ήταν κλεισμένα.

Πήρε την ανθοδέσμη μαλακά και με κινήσεις προσεκτικές στο ένα χέρι προχώρησε  με βήματα μικρά, ασθενικά, μα βιαστικά,  μερικά μέτρα ακόμη.

Μπήκε στο ζαχαροπλαστείο του Γιώργου, του συμμαθητή του. Ο Γιωργάκης, ο εγγονός βρίσκονταν πίσω απ’ το ταμείο. Του χάρισε μία χαμογελαστή καλημέρα. Ο νέος ανταποκρίθηκε με θέρμη καλημερίζοντας τον, φωνάζοντας παράλληλα τον παππού του. Ένας ηλικιωμένος κύριος τροφαντός σαν ζυμάρι, που φούσκωσε λιγάκι παραπάνω απ’ τη νωπή μαγιά έφτασε με βήμα γοργό κι ένα μουστάκι χιονισμένο με μερικές μαύρες τριχούλες.

Σαν τον είδε πέρασε μπροστά απ’ τα ψυγεία με τα γλυκά και του χτύπησε φιλικά την πλάτη.
Αντάλλαξαν λίγες κουβέντες κι ύστερα με τη βιασύνη και την ανυπομονησία να χρωματίζουν τη φωνή του ζήτησε την παραγγελία του. Ο εγγονός με τη σιγουριά της νιότης στο βήμα,  έφερε ένα κουτί στολισμένο με εκείνη τη φθηνή  κορδέλα που έπεφτε κατσαρή και χαριτωμένη πάνω στο γυαλιστερό κουτί.

«Ολόφρεσκη τούρτα με γέμιση φράουλα μόνο για εσάς παππού Απόστολε», τιτίβισε ο νεαρός περνώντας την πλαστική σακούλα στο ελεύθερο του χέρι.

Έβαλε το χέρι στην τσέπη μα και οι δυο αρνήθηκαν να πάρουν χρήματα λέγοντας
«Δώρο από εμάς για εκείνη. Να την χαίρεσαι.»

Η συγκίνηση έσφιξε στη γροθιά της τις φωνητικές του χορδές, η φωνή του δεν κατάφερε να διαπεράσει τα τοιχώματα του λάρυγγα και να απελευθερωθεί επενδύοντας με ήχο τις λέξεις που προσπάθησε να αρθρώσει.
Τους ευχαρίστησε με ένα νεύμα.

Βγήκε απ’ το ζαχαροπλαστείο και κατευθύνθηκε στη στάση. Με το στέρνο του να ανεβοκατεβαίνει σε γρήγορους ρυθμούς κάθισε, την ώρα που μια αλμυρή σταγόνα ξεκίνησε το ταξίδι της από τον δεξί του κρόταφο κυλώντας στις χαράδρες που χάραξε ο χρόνος στο λαιμό του.

Το λεωφορείο έφτασε ξερνώντας μαύρο καπνό και ζεστό αέρα, γεμάτο αγουροξυπνημένα νεανικά πρόσωπα.

Πρόσωπα άλλα βαμμένα σε έντονες για την ώρα αποχρώσεις, αλλά κόκκινα απ’ το πρωινό κρύο κι άλλα ακόμη με τα υπολείμματα του ύπνου σφηνωμένα στις άκρες των ματιών τους.

Μία χαριτωμένη δεσποινίδα του έδωσε τη θέση της. Χωρίς ντροπές και ενδοιασμούς, μα με ένα ένθερμο νεύμα του κεφαλιού για ευχαριστώ,  κάθισε στη θέση πλάι στο παράθυρο.
Ο δρόμος ήταν μακρινός, οι ανηφόρες πολλές κι η κίνηση ανυπόφορη.

Σαν μεταλλικά μυρμήγκια τα αυτοκίνητα στοιβαγμένα σε μία ατελείωτη σειρά περίμεναν κάποια υπομονετικά και κάποια ανυπόμονα με τις κόρνες τους να διαμαρτύρονται στους φωτεινούς σηματοδότες που έπαιζαν και γελούσαν με το δικό τους παιχνίδι, αυτό με τα φώτα τους πότε να γίνονται κόκκινα και πότε πράσινα…

Κάποτε το λεωφορείο βαρυγκωμώντας έφτασε στον τελικό του προορισμό.
Οι νεαροί συνεπιβάτες του με σκισμένα τζιν παντελόνια και φθαρμένα πάνινα παπούτσια, χωρίς να σταματήσουν λεπτό να μιλούν, κατέβηκαν χωρίς βιάση.

Έκανε υπομονή χτυπώντας με ανυπομονησία το πόδι του στο δάπεδο του λεωφορείου.
Κατέβηκε με την ησυχία του. Ο οδηγός λιγάκι πιο ‘κει κάπνιζε βιαστικά ρουφώντας όμως με απόλαυση τον καπνό από το τσιγάρο του.  Σαν τον είδε να περνά με ώμους στητούς και βήμα βιαστικό την σιδερένια πύλη ένα χαμόγελο ζωγραφίστηκε στο μέχρι πρότινος σκυθρωπό του πρόσωπο.

Η όρεξη για το τσιγάρο φτερούγισε μακριά παρέα με μια παρέα περιστεριών που στέκονταν παρακάτω. Το πέταξε και μπήκε στην καμπίνα του λεωφορείου. Έπρεπε να συνεχίσει την βάρδια του.

Τα τακουνάκια απ’ τα ξεφτισμένα του μποτίνια δημιουργούσαν  οξείς ήχους σαν τρίβονταν με το αιχμηρό πέτρινο δάπεδο, ήχους που χάρασσαν με την κοφτερή τους λεπίδα το εύθραυστο τζάμι της υπόκωφης σιωπής.

Τα θρύψαλά τους σκόρπισαν στα μονοπάτια γύρω από τα λευκά κρύα σπίτια ξαφνιάζοντας μια μαύρη γάτα που με ένα ψόφιο ποντικό ανάμεσα στα δόντια της,  πήδηξε τρομαγμένη έξω από ένα ψηλό μαρμάρινο σπίτι.

Το πρόσωπο του είχε βαφτεί με ένα έντονο κόκκινο χρώμα, ενώ ο ιδρώτας έπεφτε βροχή πάνω του. Τα πόδια του κατάπιαν και τα τελευταία ελάχιστα μέτρα που τον χώριζαν από ‘κείνη.

Το λευκό της σπίτι βρίσκονταν σε μια ανηφόρα, λίγο πιο πέρα απ’ το τελευταίο πεύκο. Εκεί δεν έπεφτε βαρύς ο πυκνός τους ίσκιος. Κάθε σπιθαμή του τόπου ήταν λουσμένη στο αττικό ηλιακό φως! Άφησε το μπαστούνι κάτω κι αυτό κύλησε παραπέρα. Με την αναστροφή της δεξιάς του παλάμης  σφούγγιξε το μέτωπο που γυάλιζε.

Με το χαμόγελο να ανθίζει δειλά στο πρόσωπο του,  της έδωσε τα κόκκινα τριαντάφυλλα χαρίζοντας της ένα φιλί. Το τρυφερότερο δώρο για τα γενέθλια Εκείνη του χαμογέλασε και δέχτηκε το φιλί με θέρμη.

Τα μάτια της λαμπύρισαν παράξενα κάτω απ’ τον χειμωνιάτικο ήλιο. Άναψε το ροζ κεράκι πάνω στην τούρτα και της τραγούδησε σιγανά, σχεδόν ψιθυριστά και νανουριστά για τα γενέθλια της.

Κάμποση ώρα ύστερα, πήρε το δρόμο για το σπίτι. Τα βήματα του βαριά έπεφταν πάνω στα χαλίκια του μονοπατιού, ενώ το κεράκι έστεκε αναμμένο ακόμη στέλνοντας ακόμη λιλιπούτιες τούφες γκρίζου καπνού σε ‘κείνη για τα γενέθλια της…

Ο Μενελαος Λουντεμης για την αγαπη

Σχόλια