Οι σκέψεις μου σε μια διαδρομή Καμάρα – Μπότσαρη, μετά από μία συνάντηση με τον Αντρέα, σχετικά με την ανεμελιά και την ξεγνοιασιά που αποζητάμε…

Μία βόλτα στο κέντρο της Θεσσαλονίκης, καθώς και μία συνάντηση, στην τύχη, με ένα φίλο στη στάση της Καμάρας, στάθηκαν οι αφορμές για να αρχίσω να απασχολώ το μυαλό μου, για ακόμη μια φορά, με σκέψεις όσον αφορά την ποιότητα της φοιτητικής ζωής στις μέρες μας.

Εντάξει, δε θα μπω στη διαδικασία να συγκρίνω τη ζωή του φοιτητή με τη ζωή του εργαζόμενου πολίτη, πόσο μάλλον με τη ζωή του εργαζόμενου φοιτητή. Αλλά θα ήθελα να συγκρίνω τη ζωή που ζούμε ως φοιτητές με τη ζωή που μας έλεγαν ότι θα ζούμε ως φοιτητές.

Αν γυρίσω το χρόνο πίσω, στην τελευταία χρονιά πριν από την έναρξη της φοιτητικής μου ζωής, μπορώ να θυμηθώ λόγια του τύπου «φοιτητής… αραλίκι, εκδρομές, καλοπέραση, πάρτι», από ανθρώπους όλων των ηλικιών. «Τα καλύτερα χρόνια», σύμφωνα με κάποιους και «να φροντίσεις να τα χαρείς γιατί δε θα γυρίσουν πίσω», σύμφωνα με κάποιους άλλους.

Να ‘μαστε κι εμείς λοιπόν, με τον Αντρέα (*), στη στάση της Καμάρας, όπου μετά από τα τυπικά, αρχίζουμε να συζητάμε σχετικά με τις σχολές μας και σχετικά με την καθημερινότητά μας, η οποία αντιλαμβανόμαστε ότι είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με αυτές.

Θα έλεγα πως η προσέγγιση του Αντρέα είναι η πιο αισιόδοξη, καθώς αυτός βλέπει τη συνολική προσπάθεια που πρέπει να καταβάλλει ένας νέος τώρα ως μια θυσία για ένα πιο σταθερό μέλλον, για ένα μέλλον όπου «θα μπορέσεις να βρεις μια δουλειά της προκοπής», όπως μου λέει, και «να ζήσεις αξιοπρεπώς».

Η δική μου προσέγγιση, αρκετά πιο απαισιόδοξη σε σχέση με την προηγούμενη, είναι ότι είμαστε σε μια ηλικία κατά την οποία θέλουμε αλλά δε μπορούμε να χαρούμε τη ζωή στο έπακρο, ακριβώς εξαιτίας του μεγάλου φόρτου της εργασίας μας (ή, πιο συγκεκριμένα, των εργασιών μας). Παρ ’όλα αυτά, υπάρχουν μέρες, όπως τα Π/Σ/Κ, κατά τις οποίες είμαστε πιο χαλαροί, μπορούμε να ξεκουραστούμε, να ξεσκάσουμε και να γεμίσουμε τις μπαταρίες μας για την επόμενη βδομάδα. Αλλά και πάλι, πόσο ανέμελος και ξέγνοιαστος μπορείς να είσαι τότε;

Σίγουρα, υπάρχουν πολλοί που θα σκεφτούν ότι «δεν υπάρχει δε μπορώ, υπάρχει δε θέλω», πράγμα με το οποίο δε διαφωνώ. Αλλά μια απλή φράση δεν είναι ικανή, όσο αισιόδοξη και σωστή κι αν ακούγεται, να βγάλει ένα άτομο από τα μυρίων ειδών καλούπια στα οποία ενδεχομένως μπορεί να βρίσκεται, μάλλον εξαιτίας μιας κυρίαρχης αντίληψης που λέει ότι, στην τελική, πρέπει να έχεις ένα χαρτί στα χέρια σου, μπας και μπορέσεις να βρεις μια δουλειά της προκοπής.

Για μία ακόμη φορά, λοιπόν, επιλέγω να δω τα πράγματα μέσα από την οπτική γωνία του Αντρέα, σε μια προσπάθεια να φέρω σε ισορροπία τα «θέλω» και τα «πρέπει» μου. Για μία τελευταία φορά, μάλλον, γιατί αν είναι αλήθεια τελικά αυτό που ανέφερα στην αρχή, δηλαδή ότι είναι «τα καλύτερα χρόνια» τα οποία «δε θα γυρίσουν πίσω», ε, τότε σίγουρα πρέπει «να φροντίσεις να τα χαρείς»!

(*) Ο Αντρέας, δεν είναι Αντρέας. Απλά, θεώρησα ότι θα ήταν καλύτερο να μην αναφερθώ σε αυτόν με το αληθινό του όνομα. Και η επιλογή του ονόματος θα γινόταν στην τύχη, αν δεν ξεκινούσα την πρότασή μου με τη φράση «να ‘μαστε»…

«Κάλλιο που όσο και να κλαίει ο κάθε που θα νοσταλγεί,
η ζήση δε γυρνάει replay κι οι δρόμοι τρέχουν χιαστί…»

Σχόλια