24 Απριλίου: Ημέρα Μνήμης για την Αρμενική Γενοκτονία

Από μικρός έχω αναμνήσεις από μια συγκεκριμένη ημερομηνία. Μια ημερομηνία η οποία έκρυβε κάτι το μυστήριο, το άγνωστο μα ήταν γεμάτη πόνο, αγανάκτηση και κραυγές.

Το ημερολόγιο έγραφε 24 Απριλίου του 2016. Δίπλα από το ημερολόγιο σχεδόν καταμεσής του δωματίου βρισκόταν ο ξύλινος παλαιός καναπές πάνω στον οποίο καθόταν παππούς και εγγονός – ο ένας νέος, ο άλλος γέρος.

Γενοκτονία

Μνημείο στο Ερεβάν αφιερωμένο στα θύματα από την Αρμενική Γενοκτονία

Τα ονόματά τους ήταν Βαχάγκν: ναι, είχαν το ίδιο όνομα, μια συνήθης αρμένικη πρακτική που σκοπό είχε να διασφαλίζει την επιβίωση των αρχαίων αυτών ονομάτων – Αναχίτ, Αστγίκ, Βαχάγκν, Μαρκάρ, Γκουργκέν… – ανά τους αιώνες. Ο νέος Βαχαγκν βρισκόταν στο άνθος της νιότης του στα 19, ενώ ο γέρος άγγιζε τα 90. Ήταν σαν το παλαιό και το νέο να είχαν αγκαλιάσει το ένα το άλλο την ημερομηνία αυτή. Γιατί πράγματι είχαν τις διαφορές τους, μάλωναν για πολλά. Φτάνανε ορισμένες φορές σε σημείο να μισούν ο ένας τον άλλον, μα αυτό ήταν λογικό. Ήταν από δύο διαφορετικούς κόσμους, ανεθρεμένοι υπό διαφορετικές συνθήκες, με ελάχιστα κοινά εκτός από αυτή την ημερομηνία. Παρ’ όλες τις διαφορές τους, λοιπόν, οι δυο αυτοί άνθρωποι από τους δύο διαφορετικούς κόσμους ενώνονταν υπό την αναγραφόμενη ημερομηνία του ημερολογίου: 24 Απριλίου.

Σε τι διέφερε η ημερομηνία αυτή από όλες τις άλλες; Τι έχει η ημερομηνία αυτή θα μπορούσε να σκεφτεί κανείς που δεν έχουν οι άλλες; Τι το εξαιρετικό, τι το διαφορετικό τι, τέλος πάντων, το σημαντικό;

Τον Πόνο!

απάντησε ο παππούς μου, τον πόνο ξανάπε και αναστέναξε με έναν τρόπο που αισθανόσουν ότι δεν ψευδόταν. Η ημέρα αυτή μικρέ μου Βαχαγκν, κρύβει τον πόνο εκατομμύριων ανθρώπων στη γη, ζωντανών και μη. Ο Πόνος της Γενοκτονίας, πρόσθεσε, ένας πόνος που σφράγισε στη μνήμη του έθνους μας, αιωνίως, το θρήνος και τη δυστυχία. Είναι ένας πόνος που λίγοι πλέον αισθάνονται πραγματικά (δεν θα αρνηθώ ότι σβήνει από τις ψυχές πολλών Αρμενίων) μα τόσο έντονος που μπορεί να κινεί ένα ολόκληρο έθνος σε ολόκληρη την υφήλιο. Ένας πόνος λοιπόν, συνέχισε να λέει, που ξυπνά εκατομμύρια ανθρώπους παγκοσμίως από το λήθαργο θυμίζοντάς τους σε τι κτηνωδίες μπορεί να υποπέσει η ανθρωπότητα όταν μπαίνει στη μέση η πολι…, η πολιτική πήγε να προσθέσει, μα άρχισε να βήχει τόσο άσχημα που τρόμαξα για την υγεία του. Τον βοήθησα να πάει στο κρεβάτι του, του ετοίμασα ένα τσάι και κάθισα, τρομαγμένος δίπλα του.

Σε λίγο, ωστόσο, προς έκπληξη δικιά μου, άρχισε να μιλάει με μεγάλη ευκολία και πάλι:

Πήγαινε σπίτι σου, πήγαινε, είναι και τα γενέθλια της μάνας σου σήμερα, φύγε.

Δεν λογομάχησα μαζί του, ήξερα ότι έχει δίκιο και εξάλλου ο βήχας είχε χαλαρώσει.
Εμφανίστηκα στο δρόμο Μ. και σταδιακά αισθανόμουν τις σκέψεις μου να βυθίζονται στην άβυσσο της ψυχής μου. Γιατί να μην είναι ίδια αυτή η μέρα με όλες τις άλλες, άρχισα να σκέπτομαι, και ένιωθα ταυτόχρονα πως κάποια ανώτερη δύναμη – όπως αυτή της τύχης – με αδικεί. Ας ήταν μια αδιάφορη καθημερινή ημέρα από αυτές που κάθεσαι σπίτι και πίνεις τσάι ή καφέ κοιτώντας τηλεόραση ή τουλάχιστον ονειροπολώντας, μα να μην ήταν αυτή που θα μου θύμιζε το θάνατο εκατομμυρίων ανθρώπων και πάνω από όλα συμπατριωτών μου, ανάμεσα στους οποίους βρίσκονταν και συγγενείς μου. Παρά όμως τον πόνο που μου προκαλούσε η σκέψη αυτή, δεν ήταν εκείνη που με εξόργιζε.

Γενοκτονία

1.500.000 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους κατά τη διάρκεια της Αρμενικής Γενοκτονίας

Η σκέψη η οποία με παρέσερνε στο μονόδρομο της οργής και του μίσους, ήταν το γεγονός ότι με ξεριζώσανε: ναι με ξερίζωσαν, ίσως όχι άμεσα, μα εμμέσως. Ήμουν αναγκασμένος να ζω ανάμεσα σε δύο κόσμους ο ένας αυτός της καταστροφής και ο άλλος αυτός της λησμονιάς. Δεν μου ήταν δυνατό να ξεπεράσω τα όρια των δύο αυτών κόσμων και κυρίως για αυτό μισούσα αυτή τη μέρα. Γιατί μου θύμιζε την αδυναμία μου αυτή. Το γεγονός ότι δεν γνώριζα ποια είναι η πατρίδα μου; Αυτό πού το πας; Να ονόμαζα πατρίδα μου τη χώρα που γεννήθηκα και έζησα ή τη χώρα από την οποία προέρχονταν οι πρόγονοί μου και σε τελική προέκταση και εγώ. Αχ αυτά τα διλήμματα… τα μισώ!

Σταμάτησα απότομα. Ενώ σκεπτόμουν το μίσος και την οργή μου, ήμουν έτοιμος να δακρύσω, μα με ξάφνιασε το γεγονός ότι είχα φτάσει κιόλας μπροστά από το σπίτι μου. Πλησίασα, άνοιξα την πόρτα και έτρεξα στο δωμάτιό μου. Εκεί με περίμενε το γραφείο μου γεμάτο λευκά φύλλα, άλλα γραμμένα και άλλα μη. Δίπλα τους καθόταν ο αγαπημένος μου στυλός σχεδόν άδειος. Τον άρπαξα βιαστικά, κάθισα στην καρέκλα μου έβαλα γρήγορα-γρήγορα ένα από τα καθαρά φύλλα μπροστά μου και ξεκίνησα να γράφω ένα ποίημα:

24 Απριλίου

Ανοίγω βιβλίο,
κοιτώ εικόνες,
διαβάζω λέξεις και … τρομάζω.

Δεν ανοίγω βιβλία συνηθισμένα,
μα καταραμένα,
βιβλία που έχουν γραφεί με αίμα.

Δεν κοιτώ εικόνες καθημερινές,
μα φρικιαστικές,
που τον νου τραντάζουν.

Δεν διαβάζω λέξεις απλές,
μα πονεμένες,
που τα δάκρυά μου τις αγκαλιάζουν.

Από μικρός έμαθα να σιωπώ,
τον πόνο αυτό βαθιά να κρατώ,
δεν έμαθα ποτέ που ανήκω,
δεν έμαθα ποτέ που θέλω να ανήκω.

Δεν γνώρισα ποτέ πατρίδα
δεν έζησα ποτέ σε πατρίδα,
γνώριζα, έζησα,
– μονάχα – καταστροφή!

Με τις λέξεις αυτές σφράγισα για άλλη μια χρονιά τον Πόνο και την Καταστροφή που έχω ζήσει. Έχω ζήσει άμεσα λόγω της ξενιτιάς και έμμεσα λόγο της μνήμης των προγόνων μου. Μνήμη η οποία ποτέ δε θα σβήσει, μνήμη η οποία, σαν μέσα από στάχτη, το μέλλον έχει γεννήσει.

Επιμέλεια Κειμένου: Μαρκάρ Σανγκογιάν, Αναγνώστης

Σχόλια