Cineύρεση με τον Κώστα Χρηστίδη, που μας μιλά για την κινηματογραφική μουσική και για τη ζωή του στο Los Angeles.

 

Μετά από τρεις cineυρέσεις με σκηνοθέτες, αποφάσισα να μιλήσω με τον Κώστα Χρηστίδη, έναν άνθρωπο που γράφει κινηματογραφική μουσική. Έμαθα για αυτόν στο 5ο Argo Film Festival, ένα φεστιβάλ ταινιών μικρού μήκους που διοργανώνεται στο Βόλο.

Είχε γράψει τη μουσική για τη νικήτρια ταινία, το εκπληκτικό «DINNER FOR FEW». Ψάχνοντας, διαπίστωσα πως πρόκειται για έναν ελληνικό θησαυρό που μένει στο Los Angeles.

Ο Κώστας Χρηστίδης είναι ένας Σαλονικιός που έχει γράψει και έχει ενορχηστρώσει μουσική για ταινίες όπως το «Spiderman 3», «Κωδικός: Swordfish», «»Ghost Rider, «Διπλή Παγίδα», καθώς και για τις εγχώριες «Poker Face», «Αν» και «Ένας Άλλος Κόσμος».

Μου μίλησε αναλυτικά για τον τρόπο που γράφεται η κινηματογραφική μουσική και για την εμπειρία του ως εργαζόμενος πλάι στους σπουδαιότερους συνθέτες του Hollywood.

Γεννηθήκατε  στη Θεσσαλονίκη, ζείτε και εργάζεστε στο Los Angeles.  Πως οδηγηθήκατε εκεί;

Σπούδαζα μουσική από πιτσιρικάς, συγκεκριμένα πιάνο, αρμονία και αντίστιξη στο Μακεδονικό Ωδείο της Θεσσαλονίκης. Όταν τελείωνα τη μελέτη μου στα κλασικά κομμάτια, αυτοσχεδίαζα. Έτυχε το πρώτο soundtrack που μπήκε στο σπίτι μας σε βινύλιο να είναι ο «Πόλεμος των Άστρων».

Το δεύτερο soundtrack που έπεσε στα χέρια μου ήταν το «Chariots of Fire» του Βαγγέλη Παπαθανασίου, το οποίο για να βρω, τραγούδησα τη μελωδία στον υπάλληλο του δισκοπωλείου, το γνώρισε και μου το υπέδειξε. Το μουσικό αυτό θέμα είναι πολύ χαρακτηριστικό και ο Βαγγέλης Παπαθανασίου απέσπασε το Oscar για τη σύνθεσή του.

Το τρίτο soundtrack που αγόρασα ήταν το «Indiana Jones». Αφού άκουγα αυτά τα θέματα για 4 μήνες, συνειδητοποίησα ότι «Ο Πόλεμος των Άστρων» και ο «Indiana Jones» έχουν γραφτεί από τον ίδιο συνθέτη, τον John Williams. Από τότε έγινα μανιακός φαν του και αγόρασα όλα τα soundtracks με τις συνθέσεις του.

Έπαιρνα το εβδομαδιαίο χαρτζιλίκι μου Παρασκευή βράδυ και Σάββατο πρωί πήγαινα στο “Rock100”, ένα πολύ γνωστό δισκοπωλείο της Θεσσαλονίκης, του Νίκου Θεοδωράκη, που ήταν μουσικός παραγωγός και έκανε εκπομπή και στην ΕΤ3 στα 90’s. Άκουγα με τις ώρες κομμάτια μέχρι να αποφασίσω ποια θα αγοράσω. Έτσι πέρασα στους Morricone, Goldsmith και James Horner.

Κώστα Χρηστίδη

Ο Κώστας Χρηστίδης μαζί με τον Stan Lee, στην ηχογράφηση της μουσικής του ντοκιμαντέρ για τη ζωή του διασημότερου δημιουργού Comics.

Η οικογένεια μου με στήριξε σε δύο σημαντικές μου αποφάσεις. Είχα το εξής σχέδιο: Ναι μεν αυτοσχεδίαζα, αλλά δεν είχα γράψει τίποτα μέχρι τότε. Πώς, λοιπόν θα μπορούσα να σπουδάσω κινηματογραφική μουσική στην Αμερική; Στην Αμερική δεν μπορούσα να πάω απευθείας διότι τα δίδακτρα ήταν υψηλά.

Σκέφτηκα, λοιπόν, να πάω στο Λονδίνο ως πιανίστας, μιας και ήμουν σε πολύ υψηλό επίπεδο στο πιάνο και στο Λονδίνο δεν υπήρχαν δίδακτρα και να επιλέξω ως δεύτερο μάθημα σύνθεση, με στόχο να μεταπηδήσω σε κάποιο πανεπιστήμιο της Αμερικής. Έτσι και έγινε.

Οι γονείς μου, λοιπόν, ενώ όλοι οι φίλοι μας λέγανε πως η μουσική είναι hobby και θα έπρεπε να περάσω σε κάποια άλλη σχολή, με στήριξαν και με βοήθησαν να πάω στο Λονδίνο. Πέρασα ως πιανίστας στο London College of Music και ασχολήθηκα μετέπειτα με τη σύνθεση.

Έμεινα συνολικά 5 χρόνια στο Λονδίνο, όπου ολοκλήρωσα το Bachelor και ένα Master κινηματογραφικής μουσικής με υποτροφία και έπειτα έκανα αιτήσεις για πανεπιστήμια στην Αμερική και με δέχτηκαν στο USC (University of South California)που είναι το καλύτερο για κινηματογραφική μουσική. Έπαιρναν 20 άτομα από όλον τον κόσμο, 5 από το εξωτερικό και 15 Αμερικάνους.

Εκείνη την χρονιά ο μέσος όρος ηλικίας των σπουδαστών ήταν 40 χρονών. Εγώ ήμουν 24. Τότε ήταν η δεύτερη στιγμή που με στήριξαν οι γονείς μου, όχι μόνο ηθικά και ψυχολογικά αλλά και οικονομικά. Τα δίδακτρα τότε ήταν 24.000 δολάρια. Βρέθηκα στο Los Angeles to 1997.

Πόσο σημαντικές είναι οι σπουδές για ένα συνθέτη;

Είναι πολύ σημαντικές. Πρώτα από όλα για να σπουδάσεις, θα έχεις κάποιο δάσκαλο, που σημαίνει ότι έρχεσαι άμεσα σε επαφή με έναν άλλο συνθέτη, από τον οποίο μαθαίνεις. Επίσης είναι ο καλύτερος τρόπος εξάσκησης, αφού για να ολοκληρώσεις τις εργασίες που σου ορίζουν και να συνθέσεις ένα συγκεκριμένο στυλ πρέπει να κάνεις έρευνα.

Με την έρευνα διευρύνονται οι ορίζοντες και ανοίγει το μυαλό. Οι σπουδές σε ένα ωδείο ή ένα πανεπιστήμιο βοηθούν και στην κοινωνικότητα. Μαθαίνεις από τους άλλους όσο έρχεσαι σε επαφή μαζί τους και η επαφή αυτή σμιλεύει το ύφος της μουσικής που θα γράψεις. Από την προσωπική μου εμπειρία στην κινηματογραφική μουσική, το μάθημα αυτό καθεαυτό δεν ήταν τόσο διδακτικό όπως σε ένα πανεπιστήμιο. Ήταν περισσότερο εμπειρικό.

Έβλεπες ανθρώπους μεγαθήρια στη σύνθεση κινηματογραφικής μουσικής και παρατηρούσες τον τρόπο που αντιμετώπιζαν πρακτικά προβλήματα. Επίσης ηχογραφούσαμε κάθε δύο εβδομάδες με Live Players, έπρεπε δηλαδή να γράψουμε παρτιτούρες και να τις ενορχηστρώσουμε. Με αυτό τον τρόπο είχαμε 15 recoding sessions σε ένα χρόνο, γεγονός που σου προσφέρει μεγάλη εμπειρία.

Πέρα από όλα αυτά είχα την τύχη να έχω και έναν μέντορα, τον Christopher Young, ένα συνθέτη ο οποίος δίδασκε στο USC, με τον οποίο ξεκίνησα να δουλεύω από το 1998, στην πρώτη μου ταινία το «Entrapment». Δίπλα του, πέρα από το πώς να κάνω κάποια πράγματα, έμαθα και πώς να μην κάνω κάποια λάθη, διδασκόμενος από τα δικά του.

Κώστα Χρηστίδη

Ο Κώστας Χρηστίδης με τους Tobey Maguire και Cristopher Young στην ηχογράφηση της μουσικής για το Spiderman 3.

Η κινηματογραφική μουσική δεν είναι απλή μουσική, καθώς περιέχει έντονα το κομμάτι της αφήγησης; Αυτός ήταν ο λόγος που σας γοήτευσε;

Για να ασχοληθεί κάποιος με την κινηματογραφική μουσική πρέπει να του αρέσει πολύ ο κινηματογράφος. Εμένα, όμως, μου άρεσε η κινηματογραφική μουσική, γιατί αρχικά είχα αγάπη για την κλασική μουσική. Τα δύο αυτά είδη συνδέονται, καθώς χρησιμοποιούν το ίδιο μέσο, που είναι η ορχήστρα.

“Γράφοντας κινηματογραφική μουσική είσαι σίγουρος ότι θα ακουστούν αυτά που γράφεις και δεν θα μείνουν στο χαρτί. Η μουσική αυτή γράφεται για να ηχογραφηθεί και να ακουστεί.”

Αυτό που με ενθουσιάζει στη μουσική αυτή είναι η πρόκληση που αντιμετωπίζει ο συνθέτης να βοηθήσει το οπτικό μέσο της αφήγησης, ώστε να έχει συνοχή, συνέχεια και συνέπεια στη διάρκεια μιας ολόκληρης ταινίας και μέσα σε περιορισμένα χρονικά deadlines. Τέλος, σε «αναγκάζει» να ασχοληθείς με την τεχνολογία.

Περιγράψτε μου λίγο τη διαδικασία σύνθεσης κινηματογραφικής μουσικής.

Υπάρχουν δύο δρόμοι για έναν συνθέτη. Ο πρώτος είναι να διαβάσει το σενάριο και ο δεύτερος είναι να μη διαβάσει το σενάριο και να περιμένει για το οπτικό υλικό. Εγώ προτιμώ να μη διαβάζω το σενάριο. Προσπαθώ να το αποφύγω.

Είναι, βέβαια δύσκολο να πω σε κάποιον σκηνοθέτη ότι δεν θέλω να διαβάσω το σενάριο γιατί μπορεί να συμπεράνει ότι δεν ενδιαφέρομαι για την ταινία αρκετά. Εμένα δεν μου αρέσει να διαβάζω το σενάριο, γιατί δημιουργώ άλλες εντυπώσεις στο μυαλό μου.

Είναι όπως συμβαίνει με τα βιβλία, που λέμε ότι είναι πάντα καλύτερα από ότι η ταινία, χωρίς όμως να υπολογίζουμε ότι όταν φανταζόμαστε το βιβλίο δεν έχουμε budget limits, casting limits και time limits. Μια ταινία κρατάει δύο ώρες και έχει την ματιά του σκηνοθέτη. Για τον ίδιο λόγο κι εγώ, όταν θέλω να γράψω μουσική για μια ταινία, περιμένω να δω το υλικό.

Κώστα Χρηστίδη

Ο Κώστας Χρηστίδης με τον Χριστόφορο Παπακαλιάτη στην ηχογράφηση της μουσικής για την ταινία “Ένας άλλος κόσμος”.

Η πιο τυπική διαδικασία σύνθεσης κινηματογραφικής μουσικής είναι η εξής: Αφού τελειώσει η παραγωγή της ταινίας και ξεκινήσει το post production, χρησιμοποιούνται Temp Scores, δηλαδή προσωρινή μουσική από άλλες ταινίες που βοηθάει να προσανατολιστεί ο συνθέτης. Όταν το μοντάζ  βρίσκεται στο 70% περίπου στέλνεται το υλικό στο συνθέτη.

Είναι το λεγόμενο πρώτο cut και έχει πάνω του το Temp Score, που το βάζει ο music editor σε συμφωνία με τον σκηνοθέτη. Ο συνθέτης μελετάει το πρώτο cut, συνήθως χωρίς τη μουσική για να μην επηρεαστεί από το Temp Score και ηχογραφεί τις πρώτες ιδέες που προκύπτουν. Στη συνέχεια ακούει το Temp Score για να δει προς τα πού θα κινηθεί.

Ακολουθεί μια διαδικασία που λέγεται Spotting. Έρχεται ο σκηνοθέτης και συζητάς σκηνή με σκηνή πού ακριβώς θα ξεκινάει η μουσική και πού θα τελειώνει με ακριβείς χρόνους. Σε αυτό το στάδιο ορίζεται το ύφος ολόκληρου του Score, καθώς και τα επιμέρους θέματα που μπορεί να αντιστοιχούν σε έναν χαρακτήρα ή σε μια δράση.

Τα κομμάτια που γράφονται ονομάζονται Cues και χωρίζονται σε θέματα όπως π.χ. ρομαντικό, δράσης, συγκίνησης ανάλογα με τη δραματουργία της ταινίας. Στη συνέχεια αφού ο συνθέτης γράψει αυτά τα Cues τα συζητάει με το σκηνοθέτη και όσα εγκρίνονται γράφονται με τη διάρκεια που έχει οριστεί από το Spotting.

Η πρώτη εγγραφή γίνεται ως Mock up δηλαδή σαν μια προσομοίωση της ενορχηστρωμένης ζωντανής ηχογράφησης στον υπολογιστή. Αν δεν υπάρχουν χρήματα για ζωντανή ηχογράφηση, το Mock up επεξεργάζεται όσο το δυνατόν καλύτερα και χρησιμοποιείται αυτό για Score της ταινίας.

Κάθε φορά που έρχεται ένα καινούργιο cut της ταινίας, πρέπει τα κομμάτια να προσαρμοστούν ώστε οι χρόνοι να είναι σωστοί. Για την τροποποίηση των Cues υπάρχουν διάφορες τεχνικές. Αφού κλειδώσουν όλα τα κομμάτια στην τελική τους μορφή, ακολουθεί η ηχογράφηση.

Αν υπάρχουν ηλεκτρονικά στοιχεία μέσα στη σύνθεση πρέπει να προ- ηχογραφηθούν και να ακούγονται τη στιγμή της ηχογράφησης των οργάνων με την ορχήστρα

Μετά το τέλος της ηχογράφησης, ακολουθεί η μίξη και το τελικό αποτέλεσμα περνάει στα χέρια του Sound Engineer, ο οποίος θα κάνει την τελική μίξη της ταινίας μαζί με τους διαλόγους, τα ηχητικά εφέ και όλα τα υπόλοιπα μουσικά στοιχεία.

Γράψατε τη μουσική και στις δύο ταινίες του Χριστόφορου Παπακαλιάτη, το «Αν» και το «Ένας Άλλος Κόσμος». Πώς σας φάνηκε η συνεργασία μαζί του;

Ο Χριστόφορος είναι εργασιομανής, έχει δει πάρα πολύ κινηματογράφο στη ζωή του και ψάχνει σε βάθος και μαθαίνει πώς γίνονται οι ταινίες. Είναι ένας άνθρωπος που είναι  πάνω από το κεφάλι όλων των συντελεστών στις ταινίες του. Θέλει να έχει τον απόλυτο έλεγχο.

Η συνεργασία μας ήταν πάρα πολύ καλή. Στο «Αν» η συνεργασία μας είχε γίνει εξ ολοκλήρου μέσω skype, ενώ στο «Ένας Άλλος Κόσμος» ήρθε δύο φορές από μια εβδομάδα στο Los Angeles, στο στούντιο μου.

Αυτό που έχω να πω και για τις δύο ταινίες του Χριστόφορου είναι πως τεχνικά μπορούν να σταθούν πολύ εύκολα σε Αμερικάνικες αίθουσες και δεν έχουν να ζηλέψουν τίποτα από διεθνείς παραγωγές. Αποπνέουν έναν επαγγελματισμό, που φαίνεται και μέσα από τον ήχο.

“Το μεγαλύτερο πρόβλημα στις ελληνικές ταινίες είναι ο ήχος.Οι Έλληνες σκηνοθέτες δεν γνωρίζουν πώς να διηγηθούν την ιστορία τους ηχητικά.”

Γενικά ο ήχος είναι ελλιπής στις ελληνικές ταινίες. Το Sound Design λείπει ή είναι υπερβολικό, έως και γραφικό. Στην ταινία του Χριστόφορου το Sound Design είναι ισορροπημένο και οι μίξεις έχουν γίνει εξαιρετικά από τον Κώστα Βαρυμποπιώτη.

Ασχέτως αν το σενάριο αρέσει ή όχι, η ταινία είναι τεχνικά άρτια. Τη συνεργασία μας θα τη χαρακτήριζα άριστη, βέβαια σίγουρα υπάρχουν οι διαφωνίες, αλλά πάντα για το καλό της ταινίας. Ο στόχος δεν είναι να ανδειχτεί η μουσική μου, ούτε η ενορχήστρωσή μου, αλλά συνολικά η ταινία.

Μιλήστε μας για την εμπειρία σας ως εργαζόμενος στις καλύτερες συνθήκες και προδιαγραφές όπως είναι αυτές στο Hollywood.

Υπάρχει τρομερή πίεση. Οι ώρες είναι πάμπολλες. Ειδικά δουλεύοντας για τον Chris Young, έναν τρομερό συνθέτη με εκπληκτική χρήση της ορχήστρας. Όταν ηχογραφείς με ορχήστρα υπάρχει μέγιστος επαγγελματισμός. Υπάρχει γνώση, σοβαρότητα, ταχύτητα και ο καθένας δίνει τον καλύτερο του εαυτό γιατί κάνοντας μια καλή δουλειά εξασφαλίζει την επόμενη.

 Οι καλύτερες ορχήστρες για κινηματογραφική μουσική είναι στο Los Angeles. Όμως εκεί θέλει πολλά λεφτά. Ακόμα και οι μεγάλες παραγωγές έχουν σταματήσει να ηχογραφούν εκεί και ψάχνουν πιο οικονομικές λύσεις στην Ευρώπη.

Από ποιους Έλληνες συνθέτες έχετε επιρροές;

Άκουγα πάρα πολύ τον Βαγγέλη Παπαθανασίου. Μικρός δεν γνώριζα Έλληνες συνθέτες κινηματογραφικής μουσικής. Άκουγα κυρίως ξένους. Φυσικά θαυμάζω τον Χατζιδάκι. Αργότερα έμαθα τον εκπληκτικό Κώστα Καπνίση. Ο Καπνίσης έγραφε «Χολιγουντιανή» μουσική σε ελληνικές ταινίες.

Ποια ταινία είδατε μικρός και επιθυμήσατε να γίνετε από θεατής, δημιουργός;

Σε μικρή ηλικία δεν θα μπορούσα να γνωρίζω ότι θέλω να γίνω συνθέτης κινηματογραφικής μουσικής, αλλά όταν είδα σε ηλικία 9 χρονών το «ET: Ο Εξωγήινος», γυρνώντας στο σπίτι σκεφτόμουν πόσο όμορφη μουσική είχε η ταινία. Τον Williams βέβαια τον έμαθα 6 χρόνια μετά, αλλά τα ερεθίσματα υπήρχαν.

Όπως και δύο χρόνια νωρίτερα, το 1980, σε ηλικία 7 ετών, που είδα σε θερινό σινεμά στα Νέα Πλάγια Χαλκιδικής το «Στενές Επαφές Τρίτου Τύπου», γύρισα σπίτι και είπα στον πατέρα μου ότι είδα μια ταινία με εκπληκτική μουσική. Βέβαια δεν μπορώ να πω ότι είδα μια συγκεκριμένη ταινία και αποφάσισα να γίνω συνθέτης. Αυτό έγινε σταδιακά.

Στο Λος Άντζελες αυτή τη στιγμή υπάρχουν πάρα πολλοί Έλληνες που μένουν εκεί και ασχολούνται με τον κινηματογράφο. Είναι ένα οργανωμένο σχέδιο για «κατάληψη» του Χόλιγουντ;

Είναι ο Terry Dougas, ο οποίος είναι αδερφός για μένα. Είναι παραγωγός της 1821 Media.  Έχει πάρει το δρόμο του και πάει πολύ ψηλά. Είναι ο Αλέξης Γράψας, που είναι συνθέτης και γράφει για την τηλεοπτική σειρά «Empire» και για το «Revenge». Είναι ο Γιώργος Καλλής, που έγραψε τη μουσική για το «SHORT FUSE», o Νάσος Βακάλης που είναι animation director και έχει κάνει πρόσφατα το «Dinner for Few», ένα πολυβραβευμένο animation, στο οποίο έχω γράψει τη μουσική εγώ. Είναι και ο εξαιρετικός ηθοποιός, ο Χρήστος Βασιλόπουλος. Μεταξύ μας υπάρχει αλληλοβοήθεια και υποστήριξη στο βαθμό που μπορούμε.

Σχόλια