Η δυναμική μορφή της Ηλέκτρας δεσπόζει στην αρχαιοελληνική γραμματεία διαδραματίζοντας σημαίνοντα ρόλο στις δύο ομώνυμες τραγωδίες του Σοφοκλή και του Ευριπίδη, καθώς και στην προγενέστερη Ορέστεια του Αισχύλου. Ιδωμένη κάθε φορά με διαφορετική οπτική από τους τρεις μεγάλους τραγικούς που βασιζόμενοι στον μύθο των Ατρειδών συνέλαβαν και παρουσίασαν τρεις άρτια δομημένες, μα μεταξύ τους ανόμοιες Ηλέκτρες, η γυναικεία  αυτή φιγούρα συνδέεται σε κάθε περίπτωση με τις κεντρικές έννοιες της απονομής της δικαιοσύνης, της εκδίκησης και της ανταπόδοσης, προσφέροντας ένα ευρύ πεδίο προβληματισμού και φιλοσοφικού στοχασμού γύρω από το δίκαιο.

Η παρουσία της Ηλέκτρας στην αρχαιοελληνική τραγωδία ξεκινά ήδη με τις Χοηφόρους και τις Ευμενίδες από την Ορέστεια του Αισχύλου, την εποχή της παλαιάς τραγωδίας, διαπερνά την μέση τραγωδία με τον Σοφοκλή και εμφανίζεται με νέα δεδομένα στον Ευριπίδη. Σε μια εποχή όπου το θέατρο, καταλαμβάνοντας ρόλο κομβικό στη διαμόρφωση αντιλήψεων περί της ηθικής, της πολιτικής, της θρησκείας και της φιλοσοφίας, επιδρά άμεσα σε όλο το φάσμα των πτυχών του δημοσίου και ιδιωτικού βίου, γεννιούνται οι τρεις Ηλέκτρες που παρά τις διαφορές τους συγκλίνουν με το μύθο στην πρωταρχική τους επιδίωξη:  Είναι, και στις τρεις εκδοχές της η Ηλέκτρα, ένα πρόσωπο βαθιά τραγικό, που αποζητώντας εκδίκηση στο όνομα μιας δικαιοσύνης βασισμένης στην αρχή «αίμα στο αίμα», παρακινεί τον αδελφό της Ορέστη να διαπράξει την δολοφονία του Αίγισθου και της μητέρας τους δικαιολογώντας πλήρως αυτήν την πράξη ως αποκατάσταση της δικαιοσύνης και ορθή ανταπόδοση της δολοφονίας του πατέρα και του σφετερισμού του θρόνου των Μυκηνών. Άλλοτε παρουσιαζόμενη ως πιστή κόρη, προσκολλημένη στην μνήμη του νεκρού πατέρα που αναμένει υπομονετικά την επιστροφή του αδελφού-εκδικητή, άλλοτε ιδωμένη σαν μια γυναίκα άκαμπτη και  σφοδρή, που καταβάλλεται από έντονο μίσος και νοσηρή αγάπη για το καθήκον της προς το όνομα της οικογένειας της, η Ηλέκτρα συνιστά ένα αίνιγμα, που ενέπνευσε και συνεχίζει να εμπνέει λογοτέχνες και μελετητές. Από τον Γερμανό Hugo von Hofmanstal και τους Giraudoux και Υourcenar μέχρι τον Ευγένιο Ο’Neil, που εκπατρίζοντας την Ηλέκτρα την παρουσιάζει ως αμερικανίδα στον Εμφύλιο Πόλεμο μεταξύ Βορείων και Νοτίων αναδεικνύοντας φροϋδικές αναγνώσεις στο μύθο στο θεατρικό έργο του Το πένθος ταιριάζει στην Ηλέκτρα,  η  Ηλέκτρα ξεφεύγει από τις κλασσικές φόρμες, ανεξαρτητοποιείται και επαναπροσδιορίζεται,  πυροδοτώντας νέες προβληματικές στο διηνεκές.

 

Η Ηλέκτρα στην Ορέστεια του Αισχύλου 

ΗΛΕΚΤΡΑ2

Ο Αισχύλος είναι ο πρώτος από τους τραγικούς που αναφέρεται στην Ηλέκτρα, παρουσιάζοντας την στις Χοηφόρες – ο ρόλος της ωστόσο περιορίζεται στην συνάντηση της με τον χαμένο αδελφό της, τον Ορέστη, που γυρνά στο Άργος επιφορτισμένος με τον ρόλο του εκδικητή για τον θάνατο του πατέρα του. Περιμένοντας τον αδελφό της να αποκαταστήσει την αδικία στον οίκο των Ατρειδών, να εκδικηθεί και να την λυτρώσει από την καταπίεση και τον διασυρμό, η Ηλέκτρα στην Ορέστεια προβάλλεται ως μια μοιρολατρική, παθητική φιγούρα με περιορισμένο ρόλο και μάλιστα μετά την δολοφονία της Κλυταιμνήστρας και του Αίγισθου, δεν εμφανίζεται ξανά στην σκηνή.

 Συνοπτική παράθεση της υπόθεσης της τριλογίας

Γραμμένη περί το 458 π.X, η  τριλογία του Aισχύλου «Aγαμέμνων», «Xοηφόροι» και «Eυμενίδες», γνωστή με το συλλογικό όνομα «Oρέστεια», αντλώντας το θέμα της από το μύθο των Aτρειδών, διέπεται και στα τρία μέρη της από το θεμελιώδες ζήτημα της Δικαιοσύνης. Συνοπτικά, η δράση τοποθετείται στα ανάκτορα των Μυκηνών, όπου επιστρέφει ο Αγαμέμνων μετά την κατάλυση της Τροίας συνοδευόμενος από την ερωμένη του, μάντισσα και πριγκίπισσα της Τροίας, την Κασσάνδρα. Η Κλυταιμνήστρα, που κατά την διάρκεια της απουσίας του έχει συνάψει δεσμό με τον Αίγισθο, σχεδιάζει μεθοδικά την δολοφονία του άνδρα της και της  Κασσάνδρας,  την οποία και πραγματοποιεί εκδικούμενη για την θυσία της κόρης της, της Ιφιγένειας. Δέκα περίπου χρόνια μετά, ο Ορέστης, γιος μεγαλωμένος μακριά από το παλάτι των Μυκηνών επιστρέφει ύστερα από χρησμό του μαντείου των Δελφών για να εκδικηθεί για τον θάνατο του πατέρα του συνεχίζοντας το λουτρό αίματος που συνοδεύει τον οίκο των Ατρειδών. Αναγνωρίζεται από την αδελφή του, που τον προτρέπει να ολοκληρώσει το σχέδιο του, και δολοφονεί την μητέρα του και τον εραστή της. Στο τρίτο και τελευταίο μέρος της τριλογίας, ο μητροκτόνος καταδιώκεται από τις Ερινύες, πανάρχαιες θεότητες της εκδίκησης, για την διάπραξη του εγκλήματος που επισύρει θεϊκή τιμωρία. Ο Ορέστης προσέρχεται αρχικά στο ιερό του Απόλλωνα ζητώντας προστασία, παραπέμπεται ωστόσο σε δίκη ενώπιον Αθηναίων δικαστών, στην οποία πρωτοστατεί η θεά Αθηνά, ο θεός Απόλλων και οι Ερινύες. Η θεά Αθηνά  ιδρύει το δικαστήριο του Αρείου Πάγου, αποτελούμενο από πολίτες της Αθήνας και αρμόδιο για την εκδίκαση υποθέσεων φόνων. Στη δίκη ο Ορέστης παραδέχεται ότι σκότωσε τη μητέρα του για να εκδικηθεί για την δολοφονία του πατέρα του, έχοντας ως συνήγορό του τον θεό Απόλλωνα και κατήγορους τις Ερινύες. Ο Ορέστης αθωώνεται παρά την ισοψηφία, χάρη στην ψήφο της Αθηνάς, η οποία υπόσχεται στις Ερινύες ότι θα μπορούν να έχουν ιερό στην Αττική και να δέχονται θυσίες από τον αθηναϊκό λαό. Οι θεότητες αυτές τις εκδίκησης μετατρέπονται σε Ευμενίδες, θεότητες της ευεργεσίας και της συγχώρεσης.

 Η αθώωση του Ορέστη: σύγκρουση παλαιού και νέου νόμου και εγκαινίαση μιας ρηξικέλευθης αντίληψης περί δικαίου

Έχει λεχθεί ότι η Ορέστεια είναι ίσως το  «μεγαλύτερο επίτευγμα του ανθρώπινου νου»,  η ποίηση στην πιο υψηλή της έκφραση και ταυτόχρονα η ενσάρκωση μιας σπουδαίας αλλαγής που συντελείται στον χώρο του δικαίου, μετατοπίζοντας τον στυγνό και αιματηρό νόμο της αντεκδίκησης του παρελθόντος με την πίστη στην επικράτηση της δικαιοσύνης, του ευνομούμενου κράτους και της κοινωνικής ειρήνης. Πιο συγκεκριμένα, ο Αισχύλος μεταμορφώνοντας της Ερινύες σε Ευμενίδες, αντικαθιστά σύμφωνα με τον Jules Lemaitre έναν τυφλό και αμείλικτο νόμο αντεκδίκησης που διαιώνιζε τη βία με ένα νόμο προβλεπτικό και ελεήμονα.

Οι Ερινύες, θεότητες πανάρχαιες που εκπροσωπούν το παλιό δίκαιο, καταδιώκουν τον Ορέστη, αφενός επειδή διέπραξε το ανίερο έγκλημα της μητροκτονίας και αφετέρου επειδή είναι ο τελευταίος κρίκος των Ατρειδών, μιας γενιάς που από τον Τάνταλο μέχρι τα παιδιά του Αγαμέμνονα συνοδεύεται από την οργή των θεών και από μια σειρά φόνων και εναλλαγής στην εξουσία. Τον Ορέστη βαραίνει το καθήκον να εκδικηθεί για τον θάνατο του πατέρα του, διαιωνίζοντας τις επιταγές της αιώνιας Δίκης και του νόμου της ανταπόδοσης, ωστόσο για πρώτη φορά συντελείται μια αλλαγή: ο Ορέστης προσεγγίζει το καθήκον του πολύ διαφορετικά, πράττει με αγνά κίνητρα και φέρει την ευθύνη της πράξης του χωρίς να αναζητά ελαφρυντικά – είναι ένας ήρωας που ενσαρκώνει την ηθικότητα στην πιο ολοκληρωμένη της μορφή.

Η Ηλέκτρα, όπως και ο Ορέστης, είναι δεμένη με το ιερό χρέος της αποκατάστασης της προσβολής που έχει γίνει στον νεκρό πατέρα, είναι ωστόσο και αυτή απαλλαγμένη από κάθε ιδιοτελές ή ένοχο κίνητρο. Προβάλλοντας τις αδικίες και την κακομεταχείριση που έχει υποστεί από την μητέρα της και τον Αίγισθο, η νεαρή γυναίκα δέεται στους θεούς και μιλώντας στον χορό πριν την αναγνώριση του αδελφού της κάνει μια θεμελιώδη διάκριση αναφορικά με το δίκαιο. Αποκρινόμενη στον χορό που ζητάει να έλθει κάποιος, θεός ή άνθρωπος, με σκοπό να αποκαταστήσει την δικαιοσύνη, η Ηλέκτρα ρωτάει «πότερα δικαστήν ή δικηφόρον λέγεις;» Η έννοια του δικηφόρου, του φορέα δηλαδή της ανταπόδοσης, συναντάται και στον Αγαμέμνονα δύο φορές, η λέξη δικαστής όμως -την οποία η Ηλέκτρα διαχωρίζει και αντιπαραβάλλει στην ιδέα του εκδικητή-, παραπέμπει στην απονομή της δικαιοσύνης με άλλα μέσα που διαφοροποιούνται από το δίκαιο του αίματος. Στην συνέχεια του διαλόγου παρουσιάζεται ακόμη πιο έντονα η αντιπαράθεση παλιού και νέου νόμου με την Ηλέκτρα να θέτει το ερώτημα κατά πόσο η εκδίκηση μπορεί να γίνει αποδεκτή ως μέσο επιβολής της δικαιοσύνης («Και ταύτα μουστίν ευσεβή θεών πάρα») και τον Χορό να απηχεί τις παραδοσιακές αντιλήψεις του δικαίου της εκδίκησης και να αρνείται τους νέους νόμους, που αποδίδει σε νεότερους-προφανώς στους Ολύμπιους- θεούς.

Πράγματι, οι Ερινύες -όπως και ο Χορός- τάσσονται με το αρχαίο δίκαιο, το δίκαιο που στηρίζεται στην οικογένεια και βάσει του οποίου ο Ορέστης έχει διαπράξει ανίερο έγκλημα. Στις Χοηφόρες εμφανίζεται δια στόματος Χορού η αντίληψη του ότι ο Ορέστης είναι πιο ένοχος από την Κλυταιμνήστρα, διότι έβαψε τα χέρια του με το αίμα του ανθρώπου που τον γέννησε. Ο Απόλλωνας από την άλλη πρεσβεύει μια διαφορετική αντίληψη, κατά την οποία ο κοντινότερος συγγενής έχει το χρέος να τιμωρεί για τον θάνατο του θύματος, βασιζόμενος βέβαια στο πνεύμα της αντεκδίκησης και του δόγματος «οφθαλμός αντί οφθαλμού», και αυτήν ακριβώς την λογική υπερασπιζόμενος σπεύδει συνήγορος στην δίκη του Ορέστη.  Αυτή η λογική απαντάται στον Χορό του Αγαμέμνονα και στον Χορό των Χοηφόρων που κρίνει ότι το πλήρωμα του χρόνου για την αποκατάσταση της δικαιοσύνης έχει έλθει.

Ωστόσο, δεν είναι ούτε το δίκαιο του Απόλλωνα ούτε το δίκαιο των αρχαίων θεοτήτων αυτό που επικρατεί εντέλει. Το νέο, ισχυρό δίκαιο που ανοίγει ριζική τομή στο θεμελιώδες ζήτημα της δικαιοσύνης εκπροσωπείται από την θεά Αθηνά και γεννιέται κατόπιν δημοκρατικών διαδικασιών στον Άρειο Πάγο. Το δίκαιο αυτό εναπόκειται στα χέρια του κράτους των Αθηνών, εγκαινιάζοντας μια νέα αντίληψη εφαρμογής και συγκέντρωσης της δικαιοσύνης στα πλαίσια της πόλης. Παρατηρώντας την διαδικασίας λήψης της απόφασης, η Αθηνά προτρέπει τους δικαστές να κρίνουν αδέκαστα και ανεπηρέαστα, με σεβασμό και φόβο προς τους θεούς και τον νόμο. Με την αθώωση του Ορέστη από το δικαστήριο δίνεται το τέλος στον κύκλο του αίματος και των αλλεπάλληλων εγκλημάτων και θέτονται οι βάσεις για την επικράτηση της έννομης τάξης. Ο Ορέστης, πρόσωπο τραγικό, ομολογεί το έγκλημα του, κάνει λόγο για τον χρησμό που δεν μπορούσε να αψηφήσει και αθωώνεται χωρίς να τιμωρηθεί με έναν άτεγκτο νόμο των αντιποίνων. Η δίκη που οδηγεί στο αποτέλεσμα δομείται με βάση τον λόγο και τα επιχειρήματα και των δύο πλευρών και κλείνει με μια ετυμηγορία δημοκρατική, όχι διαμορφωμένη από οργή και μανία.

Αξίζει να σημειωθεί ότι η τραγωδία δεν τελειώνει με την αθώωση του Ορέστη, καθώς οι Ερινύες, βαθιά απογοητευμένες και ατιμασμένες από την απόφαση που υπερβαίνει τον αρχαίο νόμο, εξακολουθούν να ζητούν εκδίκηση. Ένα ακόμη μέσο που μας παραπέμπει στην δυναμική των αθηναϊκών δικαστηρίων και αποτελεί νέο στοιχείο για την εδραίωση της δικαιοσύνης, η πειθώ, που επιστρατεύεται αριστοτεχνικά από την Αθηνά, καθιστά δυνατή την μεταβολή των νικημένων θεοτήτων σε Ευμενίδες. Η μεταμόρφωση αυτή και η αθώωση του Ορέστη συνιστούν επαναστατικό νεωτερισμό του Αισχύλου, αρχή μιας νέας εποχής στον χώρο της δικαιοσύνης που πλέον διέπεται από ανθρωπισμό και κανόνες δικαίου. Σύμφωνα μάλιστα με την Marguerite Yourcenar, η αθώωση του Ορέστη από δικαστήριο αποτελούμενο από δικαστές πολίτες των Αθηνών συνίσταται στο τέλος της «σιδηράς εποχής», που οι άνθρωποι συνθλίβονται από τους θεούς, ενώ κατά άλλους η ετυμηγορία αυτή υπήρξε πρόδρομος και πηγή έμπνευσης του χριστιανισμού και του προχριστιανικού αισθήματος του ελέους.

ΗΛΕΚΤΡΑ3

Σύνδεση του έργου με το πολιτικό υπόβαθρο της αθηναϊκής δημοκρατίας 

Έχει υποστηριχτεί εύλογα από πολλούς μελετητές ότι το έργο του Αισχύλου έχει σαφή αναφορά στην σύγχρονή του πολιτική σκηνή, αποτελώντας ένα έμμεσο πολιτικό μήνυμα στις αλλαγές που συντελέστηκαν αναφορικά με τις εξουσίες του Αρείου Πάγου, αλλά και με τις συνθήκες απονομής δικαιοσύνης γενικότερα. Γραμμένη το 458 π.Χ, η Ορέστεια αποκλίνει σε πολλά σημεία της από την μυθολογική παράδοση που θέλει τον θεό Απόλλωνα να εξιλεώνει τον Ορέστη με καθαρτήριες ιεροτελεστίες και να του παραδίδει ένα τόξο για να απομακρύνει τις Ερινύες. Ο Αισχύλος διόλου τυχαία δίνει την λύση στο θεμελιώδες ερώτημα που θέτει η τραγωδία του μέσω της ετυμηγορίας του Αρείου Πάγου, ενός σώματος αριστοκρατικού, από το οποίο αφαιρέθηκαν τρία χρόνια πριν την διδασκαλία του έργου όλες οι αρμοδιότητες που είχε παλαιότερα πλην της εκδίκασης ανθρωποκτονίας εκ προθέσεως, υποθέσεων εμπρησμού και της εποπτείας θρησκευτικών ζητημάτων. Η περικοπή των εξουσιών του Αρείου Πάγου προς όφελος των αρμοδιοτήτων της λαϊκής συνέλευσης είχε κύριους εφαρμοστές τον Εφιάλτη και τον Περικλή και συνάντησε αντιδράσεις κυρίως από αριστοκρατικούς κύκλους των Αθηνών. Ο Αισχύλος, επομένως, αναθέτει μέσω της απόφασης της Αθηνάς στον Άρειο Πάγο την ίδια αρμοδιότητα- της εκδίκασης φόνων- που στο εξής είχε και στην αθηναϊκή δημοκρατία της εποχής του.   Για εκείνους, λοιπόν, που υποστηρίζουν ότι ο Αισχύλος άνηκε στους συντηρητικούς της εποχής του, το έργο του περιέχει μια διαμαρτυρία στην μείωση των ευθυνών του αριστοκρατικού οργάνου, εκείνοι πάλι που εκτιμούν τον μεγάλο τραγωδό σαν μια φιλελεύθερη πολιτική φιγούρα, ισχυρίζονται ότι σκοπός του ήταν να αναδείξει την αρχική λειτουργία του δικαστηρίου, αυτόν της εκδίκασης ανθρωποκτονίας που και μετά τις μεταρρυθμίσεις έμειναν στην δέσμη των αρμοδιοτήτων του.

Παράλληλα, η διεξαγωγή της δίκης του Ορέστη  και η περιγραφή της δικαστικής διαδικασίας έχει εμφανείς ομοιότητες με την ατμόσφαιρα και τον τρόπο λειτουργίας των αθηναϊκών δικαστηρίων, καθώς τηρούνται αυστηροί κανόνες που συμπεριλαμβάνουν λόγους αντιδίκων, επίκληση μαρτύρων, δυνατότητα του κατηγορουμένου σε απολογία και εντέλει ψηφοφορία και επικράτηση –έστω οριακά- της πλειοψηφίας. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι εγγυήσεις που δίνονται για να εξασφαλιστεί η δίκαιη και αδιάφθορη δικανική διαδικασία. Αρχικά, οι δικαστές είναι οι πιο σώφρονες και δίκαιοι από το σώμα των Αθηναίων πολιτών- είναι, όπως παρατηρήθηκε και πιο πάνω, άνθρωποι και όχι θεοί αυτοί που παίρνουν την δικαιοσύνη στα χέρια τους-, επιφορτισμένοι με το καθήκον να σεβαστούν τον όρκο που έδωσαν και να κρίνουν με μόνο κριτήριο την αλήθεια και την δικαιοσύνη. Επιπρόσθετα, ως δικλείδα ασφαλείας για την δημοκρατική απονομή της δικαιοσύνης θεμελιώθηκε  η υποχρέωση του δικαστηρίου να ακούσει προσεκτικά και τις δύο αντιμαχόμενες πλευρές, εδώ τις Ερινύες και τον Απόλλωνα, οι οποίοι ως διάδικοι έχουν την δυνατότητα να φέρουν στο δικαστήριο τεκμήρια και αποδείξεις προς επίρρωση της θέσης τους μέσω μιας έντονης εναλλαγής λόγου και αντιλόγου που παραστατικά εκφράζεται στο δικανικό σχήμα «ναι μεν, αλλά».  Τέλος, το δικαστήριο αποφαίνεται αφού έχει ωριμάσει και ολοκληρωθεί η δικαστική διαδικασία και έχουν γίνει αντιληπτές οι απόψεις και τα αντιμαχόμενα επιχειρήματα. Ο Αισχύλος, παρουσιάζοντας καταλυτική την συμβολή της Αθηνάς στην διεξαγωγή της δίκης και την επικράτηση του δικαίου, ανυψώνει την πόλη των Αθηνών, που εμφανίζεται γενναιόδωρη και προοδευτική, κοιτίδα της δημοκρατίας, με την οποία οι Μυκήνες συνδέονται πλέον με υποσχέσεις αιώνιας πίστης. Εισάγοντας την καινοτομία της διεξαγωγής της δίκης στην Αθήνα, προβάλλει το πρότυπο ενός ευνομούμενου κράτους δικαίου ικανού να δώσει τέλος στον κύκλο της εκδίκησης. Βέβαια, ο κορυφαίος ποιητής με το έργο του μεταλαμπαδεύει διαχρονικά και ζωτικής σημασίας μηνύματα: η τριλογία του αποτελεί μια διαμαρτυρία ενάντια στην τυφλή οργή και την εκδίκηση, στηλιτεύοντας έντονα τα δύο άκρα του δεσποτισμού και της αναρχίας και αναδεικνύοντας το πρότυπο της δικαιοσύνης και του ανθρωπισμού.

 

 

Σχόλια