Όταν είμαστε πολύ δυνατοί, ποιος υποχωρεί;

Πολύ χαρούμενοι, ποιος γελοιοποιείται;

Αν ήμασταν πολύ κακοί, τί θα μπορούσαν να μας κάνουν;

~Arthur Rimbaud

Μέσα στην μεγάλη πόλη είναι εύκολο να ξεχάσεις τα όνειρα σου ή ίσως να τα μπερδέψεις με όλα όσα σε ελκύουν γύρω σου. Όταν βρίσκεσαι στην καρδιά της πόλης περιτριγυρισμένος  από κάθε λογής γλυκούς πειρασμούς και νιώθεις να ακροβατείς μεταξύ πραγματικότητας και ονείρου, θέλεις να τα αγγίξεις όλα και κάποια ακόμη και να τα κάνεις δικά σου. Τα θέλεις όλα και τα θέλεις τώρα.

Λησμονείς τι πρωταγάπησες και δεν θες κιόλας να το θυμάσαι γιατί κάπου βαθιά ακόμη οι πληγές των εφηβικών σου πόθων σε πονάνε. Προσπάθησες να ξεχάσεις και το πέτυχες, χωρίς να έχεις καταλάβει ακριβώς τί κατάφερες. Όλα, όμως, τα καταλαβαίνεις σιγά σιγά με τον καιρό, στις λιγότερο πιθανές στιγμές. Πάντα σε αυτές. Με τον καιρό μαθαίνεις τον εαυτό σου, τους γύρω σου και την πόλη. Ή έτσι νομίζεις τουλάχιστον. Ίσως και να ελπίζεις. Κρίμα.

Οι ασθματικοί ρυθμοί θα σε προσπεράσουν, αν αφεθείς ή αφαιρεθείς, μέσα από αυτοκίνητα κωλοφτιαγμένα, ουρανοξύστες με ατελείωτους τοίχους, αισθήματα στιγμής, που πωλούνται μισοτιμής. Σε κάθε γωνιά μαγαζιά με λαμπρές επιγραφές, που πουλούν ότι μπορεί να λαχταρήσει η αδηφάγα σου ψυχή. Κι ακόμη κι αν δεν το λαχταρήσει εξ αρχής, πριν το πάρεις χαμπάρι θα σε κάνουν να πεθαίνεις για αυτό, με ένα καμπανάκι να ηχεί στο μυαλό σου μανιασμένα: “want,want,want”.

Φράγκα, χρήματα, λεφτά, χαρτονομίσματα, κέρματα, κάρτες, δάνεια, δανεικά κι αγύριστα. Ποτέ δεν είναι αρκετά γιατί ποτέ δεν μπορείς να νιώσεις πως έχεις αρκετά. Πάντα κάτι θα σου λείπει και κάθε μέρα θα καταλαβαίνεις με τον ποιο θλιβερό τρόπο, πως αυτό δεν το πουλούν πουθενά.

Πάμε στην εξοχή. Εκεί, που τίποτα δεν είναι δικό σου και τίποτα δεν μπορείς να αποκτήσεις. Έχω να σου δείξω πράγματα, που θα σε ενθουσιάσουν, αν τους δώσεις λίγη μονάχα προσοχή. Υπάρχει αξιοπρέπεια εκεί και ευτυχία αληθινή. Σαν βρεθούμε μόνοι με τον ουρανό, όλα θα μοιάζουν περιττά και ασήμαντα. Και εκεί μπορεί να ανακαλύψεις ότι έχω αυτό που θέλεις, μα όχι αυτό που χρειάζεσαι, κι εγώ πάλι πως έχεις αυτό που χρειάζομαι, μα όχι αυτό που θέλω. Μπορεί να μην γεμίζεις τα άδεια μου κόκαλα και εγώ στα δικά σου να μην χωρώ.

Κι ίσως όταν θυμηθείς για που ξεκίνησες να γυρίσουμε πίσω στην πόλη. Μα ίσως πλέον να μην αποζητάς αυτό. Μπορεί να έχεις αλλάξει γνώμη και να προσπαθείς να αλλάξεις και την δική μου.

Όπως και να χει εγώ προτιμώ να ζω στην νύχτα, μα ίσως να θελήσω να δοκιμάσω και τον ήλιο εκεί. Εκεί που τίποτα δεν θα είναι δικό μου και η αγάπη μου δεν θα έχει ξανά φανεί.

Σε καταλαβαίνω, όπως με καταλαβαίνεις κι εσύ, αλλά ενίοτε μας αρέσει να προσποιούμαστε πως κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει. Μάλλον φοβόμαστε τι θα ακολουθήσει την αποδοχή, παρ’ όλο που τόσο την λαχταράμε.

Ξέρεις, αν περπατήσεις την νύχτα στην πόλη, τα φώτα από νέον θα σε μαγνητίσουν και προτού ξημερώσει θα βρίσκεσαι ήδη στον δρόμο για την Ανθεμόεσσα, σίγουρος πως βρήκες πια ό,τι ποθούσες.

Γλυκιά επιπολαιότητα είναι το όνομά της.

Σχόλια