Κουλουριάστηκε όσο περισσότερο μπορούσε ακουμπώντας σχεδόν τα γόνατά του στο σαγόνι. Ενστικτώδης κίνηση που μέσα στον ύπνο του, του δημιούργησε την ψευδαίσθηση της ζεστασιάς. Πρόσκαιρα. Μέχρι να εξαντλήσει τα όρια των αρθρώσεών του και να χτυπήσει άγαρμπα το σαγόνι του. Σίγουρα όχι το πιο ευχάριστο ξύπνημα. Μέσα στην κενή γεύση του ύπνου του κατάπιε το σάλιο του, που είχε λιμνάσει στο ένα του μάγουλο και κατάλαβε ότι είχε δαγκώσει τη γλώσσα του χωρίς να βρει το κουράγιο να κάνει κάτι παραπάνω. Άρχισε να ψάχνει στα τυφλά με το ένα του χέρι το σεντόνι, που με αρκετή δεξιοτεχνία είχε πατσαβουριάσει προφανώς σε κάποια γωνιά του κρεβατιού αν όχι στο πάτωμα. Δοκίμασε να επιστρατεύσει και το δεύτερο χέρι αλλά αυτό δεν υπάκουσε. Το σήκωσε τότε στον αέρα με τη βοήθεια του ενεργού του χεριού και το άφησε να αιωρηθεί σαν να ήταν ένα ξένο αντικείμενο συνδεδεμένο στο σώμα του. Μετά από ένα σύντομο μυρμήγκιασμα άρχισε και πάλι να νιώθει τη συμμετρία των κινήσεών του που για λίγο είχε μουδιάσει πλακωμένη από το μαξιλάρι. Δεν είχε χαράξει ακόμα. Με ένα φευγαλέο βλέμμα διαπίστωσε πως από τα μισοκατεβασμένα πατζούρια του τρύπωνε μόνο το φως της απέναντι κολώνας που περνούσε εξίσου ανήσυχες νύχτες αναβοσβήνοντας κάθε λίγα λεπτά. Η αλήθεια είναι πως το φως δεν τον εμπόδιζε ποτέ να κοιμηθεί. Ίσως γιατί αυτό του χάριζε την αίσθηση της ασφάλειας που του στερούσε η απουσία της οπτικής του επαφής με τον κόσμο… Αν και δε φοβόταν το σκοτάδι. Του άρεσε να χρησιμοποιεί την αφή για ν’ αναγνωρίζει ή ν’ ανακαλύπτει τις υφές που κρατούσαν την ανάσα τους για να μη γίνουν αντιληπτές στο απόλυτο μαύρο. Τα χέρια του όμως ίδρωναν στην προσπάθειά τους να υπακούσουν στις υποσυνείδητες υπαγορεύσεις του μυαλού. Θαρρείς πως ώρες-ώρες κρυβόταν στο κεφάλι του ένας σκανταλιάρης μπόμπιρας που με πλήρη άγνοια κινδύνου κινούσε τα εγκεφαλικά του νήματα όπως ο ίδιος ήθελε, σα να αυτοσχεδίαζε πάνω στις χορδές ενός οργάνου αδιαφορώντας για τον ήχο που παρήγαγε. Όσο κι αν τον εξέθετε αυτός ο μπόμπιρας που έκοβε βόλτες στο νοητικό του πάρκο δεν τολμούσε να του βάλει τις φωνές και να τον διώξει. Τον αισθανόταν σαν «αναγκαίο κι αναπόσπαστο κακό» του εαυτού του.

Η σκευωρία που του είχε σκαρώσει το σεντόνι δε στάθηκε αρκετή για να τον σηκώσει από το κρεβάτι. Ξετύλιξε νευρικά το σεντόνι, το τράβηξε προς το μέρος του και χωρίς περαιτέρω φιλοσοφία ξανασφήνωσε το χέρι του κάτω από το μαξιλάρι κι έκλεισε τα μάτια. Στην πραγματικότητα δεν ξαναβυθίστηκε ποτέ στον ύπνο μέχρι την ώρα που υποδύθηκε ότι τραντάχτηκε στην όχι και τόσο μελωδική καλημέρα που του γρύλιζε το ξυπνητήρι του κινητού με τη δόνησή του. Χωρίς διάθεση για πόλεμο νεύρων με το αποδεδειγμένα πιο υπομονετικό ξυπνητήρι του, σηκώθηκε γρήγορα και κατευθύνθηκε στην κουζίνα. Με μηχανικές κινήσεις ξέπλυνε το ποτήρι στο οποίο είχε πιει καφέ την προηγούμενη μέρα, το έτριψε πρόχειρα για να φύγουν και τα πιο ξηρά υπολείμματα και συρρικνώνοντας την πετσέτα σκούπισε επίμονα τον πάτο του ποτηριού όπου κολλούσαν αδιάλυτοι οι κόκκοι του καφέ. Έριξε δύο γεμάτες κουταλιές καφέ και συμπλήρωσε με μία πιο φειδωλή κουταλιά καστανής ζάχαρης με την οποία είχε εξοικειωθεί χωρίς να υπάρχει κάποιος ιδιαίτερος λόγος. Ίσως από ψυχαναγκαστική εμμονή του πατέρα του. Άνοιξε το ψυγείο πεπεισμένος πως είχε θυμηθεί να βάλει αποβραδίς ένα μπουκάλι νερό και προς ευχαρίστησή του δεν διαψεύστηκε. Πότισε την κοκκώδη διχρωμία του ώστε να σκεπαστεί ίσα-ίσα η επιφάνεια και χωρίς καν να στρέψει το κεφάλι γράπωσε το ένα και μοναδικό κουταλάκι που έδινε κάποιο νόημα ύπαρξης στην θήκη των πλυμένων του κουζινικών. Πριν προλάβει να ανακατέψει εκτοξεύθηκε με δύο-τρεις δρασκελιές στην τουαλέτα για την πρωινή «προσευχή». Κάθε φορά έσπευδε πρώτα στην κουζίνα και κάθε φορά η κύστη του φρόντιζε να τον προδώσει στο ίδιο ακριβώς σημείο. Τη στιγμή που ετοιμαζόταν να ανακατέψει τον καφέ. Αλλά επέμενε στο τελετουργικό του ευλαβικά χωρίς την παραμικρή διαδικαστική παραλλαγή. Επέστρεψε έχοντας πλύνει τα χέρια του χωρίς όμως να βρέξει το πρόσωπό του. Κόντρα σε τυπολατρίες έβρισκε μια αθώα ηδονή στο να πνίγει τα τελευταία ίχνη της υπνηλίας του στην πρώτη γουλιά του καφέ και όχι στη βρύση του νιπτήρα. Δεν ήταν η άμεση επίδραση της καφεΐνης, όσο η πικρή γεύση του μισοδιαλυμένου καφέ. Κι όμως δεν έλεγε να αντικαταστήσει το αγαπημένο του αναποτελεσματικό κουταλάκι με το μιξεράκι και να σκεπάσει τον καφέ του με παχύ αφρό. Ίσως αυτή η αντιδραστική στάση να ήταν και ο λόγος που επέμενε να κοιμάται ξεσκέπαστος παρότι γνώριζε πως τελικά θα ερχόταν η στιγμή που θα υπέκυπτε στην ανάγκη του σεντονιού.
Από τότε…

Σχόλια